Further tags

Καλά είναι δυνατόν να λείπει αυτό; Κόβω λάσπη σημαίνει ότι φεύγω γρήγορα, την κάνω, σπάω, εξαφανίζομαι. Λέγεται περισσότερο όταν η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και θέλουμε να ξεφύγουμε. Μπορεί όμως και να πούμε απλά ότι φεύγουμε. Σαν εντολή κόψε λάσπη σημαίνει και φύγε γρήγορα (αλλιώς την πούτσισες).

Πιθανή εξήγηση, όπως με το αυτοκίνητο όταν κάνει κανείς απότομα μεταβολή αφήνει σημάδια σε χωματόδρομο, έτσι εννοούμε ότι θα φύγω τόσο γρήγορα που θα κάνω σημάδια στον δρόμο, θα κόψω λάσπη.

(Μαθητές καπνίζουν κρυφά στις τουαλέτες, ενώ έρχεται ξαφνικά ένας καθηγητής προς το μέρος τους)
- Μαλάκες κόψτε λάσπη έρχεται ο Σπασαρχιδόπουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντρεύομαι. Επειδή ο γάμος θεωρείται συχνά ως ένα τέλος εξίσου οριστικό με την κρεμάλα και συνήθως εξίσου θεαματικό, με πομπές, κορναρίσματα, δημόσια θεάματα. Είναι και αυτά τα στεφάνια τα άτιμα που μοιάζουν με θηλιές...

Πρβλ. και το λήμμα κρεμάλα για τα περαιτέρω, καθώς και την λέξη κρεμαλότεκνο των καλιαρντών για τον κουμπάρο.

Πάσα (Δ.Π.): Τζήζαντας.

  1. - Καλά, τι κορνάρουνε σαν τα ζώα; - Θα κρεμάστηκε κανένας.

  2. Κρεμάστηκε ο Justin Timberlake... με την Jessica Biel και το χάσαμε το κορμί πατριώτισσες!
    Μετά από 5 χρόνια σχέσης και ένα χωρισμό το 2011, το διάσημο ζευγάρι παντρεύτηκε. Ο γάμος έγινε την προηγούμενη Τετάρτη στην Ιταλία, σε πολύ στενό οικογενειακό και φιλικό κύκλο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντρεύω κάποιον όντας ο/η κουμπάρος/-α του.

Λίγες ώρες πριν με καλεί ο κουμπάρος μου και μου ζητάει να πάω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου και διέμενε. «Δεν πιστεύω να με ξέχασες ε; Σήμερα με παντρεύεις«. Χαλαρός ακουγόταν στο τηλέφωνο…όμως για μια ακόμη φορά έκρυβε περίτεχνα το άγχος του. Κλείνουμε ραντεβού στις 18.30. Σκάω μύτη στο δωμάτιο και το αλάνι δεν είναι ακόμη έτοιμο. Τον βλέπω και καταλαβαίνω ότι είναι πιεσμένος. Βρίσκω μια δικαιολογία και διώχνω τους συγγενείς. Μένουμε μόνοι στο μπαλκόνι λέμε καμιά μαλακία όπως κάνουμε πάντα όταν νιώθουμε πιεσμένοι, ανάβει ένα τσιγάρο και αμέσως νιώθει διαφορετικά. Του λέω «Χαλάρωσε και απόλαυσε το. Σήμερα σε κρεμάω. Δεν μπορείς να το αποφύγεις». Γελάει. Είναι αποφασισμένος…Τα υπόλοιπα είναι απλά Ιστορία. Η δική τους κοινή Ιστορία που μόλις ξεκίνησε. Εύχομαι όπως ήταν σήμερα να είναι σε όλη τους τη ζωή! (Εδώ για κρέμασμα σελεμπριτονίων).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στα γρήγορα, στο πόδι, γιατί βιάζομαι και δεν προλαβαίνω με την καμία (ή γιατί χέστηκα να το ξεψειρίσω το πράμα, κιόλας)

  2. Επιφανειακά

  1. Περίμεναν 27352737243243 άρρωστοι στα επείγοντα οπότε ο γιατρός μου έριξε μόνο μια ματιά στα πεταχτά. ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΦΟΡΟΙ ΜΑΣ ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ;

  2. Είδα λίγο την εργασία του μικρού στα πεταχτά, νταξ, σωστή φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των ρεμπέτηδων είμαι γκον σήμαινε ότι έχω μαστουρώσει. Αργότερα στα «φλοράδικα» έγινε είμαι γκολ με τη γνωστή μεταφορική έννοια.

Είμαι γκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρός, λεπτός, σχεδόν ανεπαίσθητος, αλλά εκνευριστικός και ανησυχητικός θόρυβος, καθότι συχνά φέρνει κακά μαντάτα.

Ναι μεν το ρήμα τσαχαλίζω θα έπρεπε να μπει ως λήμμα, αλλά δεν συναντάται πουθενά σχεδόν, οπότε προτίμησα να βάλω το τσαχάλισμα per se.

Προφ η λέξη προέρχεται από το τσάχαλο, βλ. και εδώ. Κι αυτό γιατί τα μικρά αυτά σκουπιδάκια αντιστοιχούν σε τέτοιου είδους θόρυβο.

Τσαχάλισμα είναι μξ άλλων και αυτό που λέμε «φύσημα», επίσης το κοινό χράτσα-χρούτσα, τσίκι-τσίκι κλπ... Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φαινόμενα που αφορούν κάτι τεχνολογικό, αλλά γενικά σημαίνει και τον θόρυβο που προκύπτει από το ψαχούλεμα, το άνοιγμα ενός πακέτου / μιας σακούλας κλπ (βλ. παρ. 3).

Δεν ξέρω αν είναι πανελλήνια η λέξη, πάντως λέγεται αβέρτα στην Κρήτη.

  1. Αυτο δεν ειναι προβλημα των ηχειων!!! Το παθαινουν και τα δικα μου οταν αναβω τον κρυφο φωτισμο(10 λαμπες φθοριου 1.20m)...! Ο λογος που κανουν θορυβο οταν δεν δουλευουν ειναι γιατι ο φιλος σου μαλλον κλεινει την πηγη και αφηνει τα ηχεια ανοιχτα...!(ακουγετε ενα τσαχαλισμα...)

  2. Δυναμό, ήχοι, αποτελέσματα. CRDI 2000ccm. Ακουγα λοιπόν ενα μικρό τσαχάλισμα στις πλαινές τροχαλίες στο ρελαντί στην αρχή, το οποίο όταν γκάζωνες σταματούσε. Αυτο συνεχιζόταν για ~6000χλμ. Η αντιπροσωπεία στο Ηράκλειο μου έλεγε οτι μπορεί να περάσει και απο μόνο του. Μετα το τσαχάλισμα έγινε συνεχές και σιγανοτερο, αλλα ακουγόταν, δεν ενοχλήθηκα.... Σε ενα ταξιδι λοιπόν, ακουστηκε το κλάκ.

  3. Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο «Δανδάλη». Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον «αχαΐρευτο» γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο.

  4. Κατά τις 01:30, πάω στην κουζίνα να βάλω νερό και καθώς επέστρεφα στην τραπεζαρία που είναι το PC ακούω ένα περίεργο τσαχάλισμα (από το τροφοδοτικό νομίζω) και κάνει shut down το PC. Σε περίπου 2 δευτερόλεπτα το σύστημα ανοίγει από μόνο του και πριν προλάβω να συνειδοτοποιήσω τι γίνεται μύριζε καμενίλα και έβγαιναν καπνοί από την σίτα στα δεξιά του επεξεργαστή (δείτε παρακάτω τις φωτογραφίες).

  5. Η μουσική υπόκρουση είναι ονειρική, αλλά υπάρχει έντονο πρόβλημα στις λούπες των μουσικών κομματιών (θα ακούσετε ένα τσαχάλισμα όποτε επαναλαμβάνεται κάποιο από τα samples).

(διχτυωτά όλα)

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχαλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφωνώ, αγοράζω, είμαι με το μέρος σου, ναι, μέσα, γουστάρω, κττ.

- Είσαι να κάνουμε πάρτι και να γίνει της πουτάνας; Θα φωνάξουμε βιζιτούδες να την πέσουνε σε όλους τους παντρεμένους, γουστάρζ;
- Μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.

Αντώνυμο: ξεπυτάω

- Φάε κι άλλο παιδάκι μου. Έχεις ξεπυτήσει όλη μέρα, ούτε μια μπουκιά δεν έχεις βάλει στο στόμα σου.
- Δε πεινάω άλλο ρε γιαγιά, τύλωσα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλαξε η τύχη μου, μόνιμα ή περιστασιακά. Κοινώς, ήμουνα τυχερός/κωλόφαρδος σε κάτι που συνέβη.

- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;
- Ρε φίλε με πήρανε τηλέφωνο από την εφημερίδα. Δεν το πιστεύω, κέρδισα το scooter που δίνανε δώρο στις γιορτές!
- Άντε, σου 'φεξε πάλι μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified