Further tags

Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.

- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος. Κλασικός χαρακτηρισμός δεκαετίας και βάλε.

- Τι έγινε, θα βγούμε απόψε;
- Μπα, δεν την παλεύω. Πέρασε ο Γιάννης εχθές από το σπίτι και έγινα κόκαλο.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κλάνω / κλασμένος: Αγνοώ κάτι, δεν δίνω σημασία.

Κλασμένος είναι αυτός που τον αγνοούν όλοι, που δεν τον υπολογίζουν. Συνώνυμο του χεσμένος.

- Ρε παιδιά, μιλάω, μη με κλάνετε...

- Της στέλνω αναπάντητες κάθε τόσο αλλά αυτή τίποτα. Κλασμένο με έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιώδης χαρακτηρισμός αντικειμένων που είναι πολύ σούπερ, πολύ ιν, συναρπαστικά. Ενίοτε και σούπερ-ουάου.

Καλά το είδες το πουκαμισάκι που πήρα; Σούπερ-ουάου, έτσι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.

  1. (Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
    - Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;

  2. - Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
    - Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!

(από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιείται μια ενέργεια.

(στο τέλος ενός μαθήματος σκακιού)
- Στο τσακ μπαμ τις λύσαμε τις ασκήσεις, Johny...Topalov μας έγινες...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική φράση που δηλώνει αμφισβήτηση ότι κάτι (που με αφορά) θα επιτευχθεί. Συνήθως, και πιο αόριστα, στον πρώτο πληθυντικό: σωθήκαμε.

  1. Και περιμένεις να σου δώσει λεφτά ο πατέρας σου για να πας στη συναυλία; Σώθηκες...

  2. Πιστεύει ακόμα ο μαλάκας ότι άμα βρεί γκόμενα όλα θα του παν μετά καλά. Σωθήκαμε.

Δες και μελλοντικός παρελθόντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θεός του ύπνου στην ελληνική μυθολογία, χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει ότι ο θεός αυτός κρατάει συντροφιά κατά τον ύπνο.

- Ρε Γιώργη που ήσουν εχθές πού 'χαμε πάει για ποτάκι;
- Τι ώρα πήγατε ρε μαλάκα;
- Ε θά 'ταν μία όταν φτάσαμε...
- Τι μία μου λες ρε, εγώ τότε ήμουν αγκαλιά με τον Μορφέα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έχω μειωμένη νοητική ή κοινωνική αντίληψη, είμαι βλάκας. Ακόμη: χάνω από κάπου. Συνώνυμα: δέν επικοινωνώ, δέν πάω καλά, είμαι στον κόσμο μου.

  2. Στη φράση τα χάνω: περιέρχομαι σε αμηχανία.

  1. Απο κάπου χάνει αυτή. Πενηνταδύο φορές της είπα πώς να πάει κι' ακόμα να το καταλάβει. Είπαμε, γκόμενες και προσανατολισμός δεν, αλλά του πούστη πια.

  2. Καλά ρε, χάνεις; Δεν είπαμε πέντε η ώρα θά 'σαι εδώ;

  3. Του φέραμε στριπτιζέζ στο πάρτι και με το που αρχίζει η τύπα να τα πετάει ένα ένα αυτός τά 'χασε. Ήτανε βλέπεις και η γκόμενά του εκεί.

Δες και χάνει το άτομο.

Σύγκρινε με χάνω τη μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφύσικη υπερδιέγερση του πέους, συνήθως τα πρωινά λόγω της ανάγκης για ούρηση...

- Ξύπνησα νωρίς γιατί είχα κάτι κατουρόκαυλες...

Αγουροξυπνημένος μου φαίνεσαι Μπρους... (από Galadriel, 16/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified