Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Βλ. και μένω καρότο, μένω πίπα, καγκελώνω, μένω κάγκελο. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Βαρύς πόνος, μαράζι, καημός που σε πνίγει. Συνώνυμο του ντερτιού.
- Άλλος νταλκάς και αυτός με το σύμπαν.
Got a better definition? Add it!
Απασχολώ με ανούσια ή μικρής σημασίας πράγματα. Χαλάω κάποιον με τα λεγόμενά μου, τον πρήζω. Το σημείο του σώματος που συνήθως υποφέρει είναι τ' αρχίδια.
- Έλα ρε φίλε τι σου ζητάω... 5 λεπτά απ' το χρόνο σου!
- Πωπω ρε Μπάμπη, μου σκότισες τ' αρχίδια ρε δικέ μου...
Got a better definition? Add it!
Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.
Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!
Δες και καπέλο.
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση απόλυτης μέθης.
- Πώς πήγε το ραντεβού χθες ρε;
- Άσε ρε, ήπια κάτι ληγμένες ρετσίνες πριν βγω και έγινα ντέφι πριν την ώρα μου...
Got a better definition? Add it!
Βλ. και τζιτζιλόνι
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς ο λογαριασμός / το κόστος.
(palavomares.blogspot.com)
Και τότε σκάει η λυπητερή. Τα παγωτά κοστίζουν 400δρχ. έκαστο...
(www.goalnet.gr)
...δεν ξέρουμε τι έκανε όταν άκουσε πριν από λίγο τη λυπητερή: Πρόστιμο 250.000 δολάρια για...
Δες και βασίλης.
Got a better definition? Add it!
Συγκινούμαι βαθιά.
- Αχ Μπάμπη, θυμήθηκα χθες τον σκύλο που είχαμε στο χωριό και με πήραν τα σορόπια, μεγάλη γυναίκα...
- Πάλι μπάμιες;
βλ. και ζουμιά 1.
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Got a better definition? Add it!