Further tags

Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.

Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ασταμάτητη πολυλογία, το πολύ μπλα μπλα, η λογοδιάρροια, η ακατάπαυστη κουβέντα. Συνήθως είναι για θέματα άνευ σημασίας και κουτσομπολιά.

Εμένα με είχε κόψει η πείνα και η Νατάσσα είχε πιάσει το μπίρι-μπίρι με την Μαρία και δεν έλεγε να σηκωθεί να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από τη νεολαία αλλά πλέον χρησιμοποιείται και από τους πιο γέρους. Ψήνεσαι; σημαίνει «θέλεις;» Συνήθως το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον να έρθει μαζί μας κυρίως σε κλαμπάκια ή για να κάνουμε κοπάνες.

- Ρε μαλάκα, ψήνεσαι την τελευταία ώρα να μην μπούμε για μάθημα;; Έλα ψήσου, ψήσου. - Εντάξει ρε.

(από Khan, 04/03/14)

Δες και ψήνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα να υπολειτουργείς.

Σχετικά λήμματα: μπαφοκατάσταση, άραγμα.

-Θα μαζευτούμε απόψε το βράδυ να δούμε τον αγώνα και να λιώσουμε. Είσαι μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός και ο μεσάζοντας για κάποια αξιόποινη πράξη ή για κάτι για το οποίο πρέπει να κουνηθούν τα νήματα, συχνά κάτω από το τραπέζι.

  1. - Έχεις καμιά άκρη να βρούμε τραπέζι σήμερα το βράδυ στον Μαζωνάκη; Σήμερα είναι η πρώτη μέρα και είναι όλα κλεισμένα.

  2. - Θέλω να ψωνίσω μαύρο αλλά η άκρη που έχω λείπει διακοπές, έχεις εσύ καμιά άκρη να βρούμε;

Βλέπε ακόμη βύσμα και δόντι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα επεισόδια που γίνονται σε πορείες ή στα γήπεδα που δεν έχουν κάποιο νόημα ή ιδιαίτερο στόχο και απλά προκαλούν αναστάτωση.

Και ενώ είχε συμφωνηθεί πως η πορεία θα είναι ειρηνική, αρχίζουν κάτι πιτσιρικάδες τα μπάχαλα και σπάνε μια στάση λεωφορείου και κάτι καρτοτηλέφωνα. Ορμήσαν τα ΜΑΤ και πήραν όλη την πορεία στο κυνήγι.

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσβολή, συνήθως μπροστά σε άτομα που δε θα έπρεπε να είχε γίνει, αποτελώντας μέγιστη προσβολή και δημόσια ξεφτίλα.

Του χουφτώνουν τη γυναίκα μπροστά του, τον αποκαλούν βλακάκο μπροστά του, κατουράνε το αμάξι του μπροστά του, κολλάνε τις μύξες τους στα ρούχα του μπροστά του και δεν κάνει τίποτα! Τη μία προσβόλα μετά την άλλη τρώει ο ξεφτίλας...

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας στον δρόμο.

Η τύπισσα κουνιόταν σα να είχε καταπιεί τον Εγκέλαδο. Όλοι την σχολίαζαν, αλλά αυτή καμάρωνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομαδική καρπαζιά. Συνηθιζόταν να το τρώει κάποιος στο σχολείο όταν ερχόταν φρεσκοκουρεμένος, ή όταν έλεγε / έκανε μεγάλη μαλακία.

-Φατούρο στον Τάκη!
-Μα τι είπα ρε παιδιά...;
-Δεν είπες, θα πεις! Καρπαζοεισπράκτορα!
ΦΛΑΠ! ΚΑΠΑΟΥ! ΠΟΟΥ! ΦΛΑΠ!

Δημήτρης Φατούρος. Διάσημος αρχιτέκτονας & πρώην υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ για το δήμο Θεσ/νικης (από GATZMAN, 22/09/09)

Βλέπε και σύννεφο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρησμένο.

- Είχα τα νεύρα μου και έριξα μια μπουνιά στην πόρτα! Η πόρτα όμως αποδείχτηκε πιο μάγκας και δεν έπαθε τίποτα. Αντιθέτως το χέρι μου έγινε τούμπανο. Διπλό σου λέω έγινε και πονάω κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified