Further tags

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες τσάκα-τσούκας:

  • Τα ξηροκαρπίδια: ονοματοποιία κυρίως του πασατέμπου και του ηλιόσπορου, λόγω του κριτς-κριτς που παράγεται όταν δαγκώνουμε τα τσόφλια,
  • Διάφοροι εκνευριστικοί θόρυβοι: πιχί ανθρώπινη φασαρία ή μπλιμπλικώδεις ήχοι που μας προειδοποιούν ότι σωμ θυρών,
  • Παρατσούκλια γραφικών χαρακτήρωνε: του θρυλικού πλανόδιου πωλητή πασατέμπο (R.I.P.) που όργωνε την Ομόνοια και τα Εξάρχεια, και του τιτανοτεράστιου Βλάση Τσάκα.

1.
Τσιπς, κωκ, σάμαλι και τσάκα - τσούκα

2.
Λίγο ησυχία ρε παιδιά. Τσάκα, τσούκα, τσάκα, τσούκα

3.
Αν σου κάνει τσάκα τσούκα λόγω βυσμάτων, σκέψου να οδηγήσεις τον ένα ενισχυτή απευθείας από το άλλο σετ RCA του μίκτη, αυτό που είναι για την ηχογράφηση.....

4.
Vrastaman:
- Άλλη θρυλική φιγούρα της Αθήνας, ο Τσάκα-Τσούκας που πουλούσε ξηρούς καρποί στην Ομόνοια.
betatzis:
- Νομίζω είχε ταμπέλα ο βασανιάρης τσάκα τσούκας

5.
Θυμάμαι επί πάρα πολλά χρόνια, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, έναν όλο και πιο ηλικιωμένο κύριο (θα πρέπει να πέθανε δουλεύοντας) να παίρνει σβάρνα όλα τα καφενεία και τα μπαράκια στα Εξάρχεια πουλώντας ξηρούς καρπούς, μ' ένα τρίκυκλο όπου έγραφε «Ο Τσακατσούκας - Πάω αργά γιατί βιάζομαι».

6.
Η ιστορία του «τσάκα τσούκα» μόνο γέλιο μπορεί να μας προκαλέσει. Ένας δήθεν εκπρόσωπος που ούτε το όνομα αυτού που εκπροσωπεί δεν ξέρει καλά καλά, ένας άνθρωπος που κοροϊδεύει τον κόσμο του Παναθηναϊκού, λέγοντας ότι ο «πρίγκιψ» είναι δήθεν οπαδός της ομάδας και μάλιστα ανησυχεί και για τους τραυματίες από τα επεισόδια και φυσικά δεν χρειάζεται να αναφέρουμε και στις πολλές αντιφάσεις στις οποίες έχει πέσει ο δήθεν εκπρόσωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας, αναφορικά σε ένα προϊόν πρώτης ποιότητας ή μια κατάσταση γενικότερα που τα σπάει και γουστάρουμε.

- Καλώς την κυρα-Περμαθούλα μας! Έχω κάτι κεράσια σήμερα, άλλο πράμα! Να βάλω;

...γύρω στο 1:46... άλλο πράμα! (από Jonas, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κατάσταση έντονου ψυχικού τραλαλά που προκαλείται από απρόβλεπτες, συνήθως δυσμενείς, συγκυρίες. Εκ του αρχαίου ταράσσω.

  2. Παραδοσιακό πανωφόρι, εξάρτημα της στολής του φουστανελά.

  1. Οι Βρετανοί ως λαός μπορεί να παθαίνουν ταράκουλο στην σκέψη ότι το εθνικό τους φαγητό θα γίνει το ντονέρ αν μπει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή ένωση. (από blog)

  2. Ο γιος του Αντώνη, του επιπλοποιού, ξυπνά μέσα στα άγρια χαράματα για να φορέσει τη φουστανέλα και ύστερα το «ταράκουλο», ύφασμα με το οποίο τυλίγει το στήθος του. Όταν απλώνουν το ταράκουλο, παρατηρώ με έκπληξη ότι το μήκος του είναι περίπου τέσσερα μέτρα. (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Το ταράκουλο καμμιά φορά είναι ευχάριστο (από Vrastaman, 19/09/08)ΚΑι φοράει ταράκουλο, και παθαίνει ταράκουλο με την φλάτσα της γκιόσσας! (από Vrastaman, 19/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού επιφώνημα των Ελλήνων. Ο τονισμός παίζει σημαντικό ρόλο (βλ. παραδείγματα).

  1. Όόόόπααα, φτάνει, γέμισε!

  2. Οπάάά, να και ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ !!!!!

  3. Όπα, είπα, λέω!

  4. Όπα, μας την έπεσαν, σύρμα!

(από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εκφραστικότατος αυτός όρος, που κλείνει καλά μια μπούτσα μέσα του, προέρχεται από το μπουρμπούτσαλο, το οποίο είναι έντομο. Πιο συγκεκριμένα, έτσι αποκαλείται σε ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας το σκαθάρι.

Οι μικροσκοπικές διαστάσεις του παραπέμπουν σε:

  1. Λεγόμενα που χαρακτηρίζονται από ελάχιστη ως μηδενική αξία. Μιλάμε δηλαδή για λόγια του αέρα, για λόγια της καραβάνας (π.χ: για ανοησίες, για αναξιόπιστες και μουσαντένιες πληροφορίες, κλπ) (βλ. παρ 1, 2).

  2. Καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από ελάχιστη ως μηδενική αποτελεσματικότητα (μιλάμε δηλαδή για κακά ποιοτικά ή/και κακά ποσοτικά αποτελέσματα). Βλ. παρ. 3, 4.

  3. Διάφορα μικροαντικείμενα (βλ. παρ. 5).

Θα μπορούσε να ειπωθεί επίσης, πως ο όρος είναι απαξιωτικός, γιατί περικλείει το στοιχείο της ειρωνείας και της κοροϊδίας, καθώς και την έντονη αποστροφή στο βλέμμα και στην όλη έκφραση του ομιλούντος.

Βλ. λήμματα: πίπες, πούτσες μπλε

Βλ. επίσης λήμμα μπαρμπούτσαλα

  1. Οταν πήρε το λόγο, ο Απόστολος Γκλέτσος έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας «αν θέλετε να λέμε μπουρμπούτσαλα, να λέμε». Ετσι ξεκίνησε ένα κεφάλαιο γόνιμου και δημιουργικού διαλόγου. Για να μετατραπεί λίγο αργότερα σε αληθινή κόλαση. Δες εδώ

  2. Θυμάμαι φράση Χάρρυ Κλυνν «αυτά είναι μπουρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά». Την έλεγε στο ίδιο άσμα που έλεγε «κι όσα μας λες κινέζικα, κι αρχίδια καλαβρέζικα». Δες το σχόλιο του Χάνκου Δράκου, στο λήμμα: αρχίδια καλαβρέζικα

  3. Internet είχα πρόσβαση σχεδόν αμέσως, αλλά από ποιότητα μπουρμπούτσαλα!!Δες εδω

  4. Εχω προβλήματα και με έναν εκτυπωτή τον canon ip3000 που τον βρίσκει στις λίστες του αλλά δεν τον δουλεύει καθόλου και με το πολυμηχάνημα - φαξ Epson BX300F που δεν τον βρίσκει πουθενά. Ούτε σαν scanner. Και τυπώνει μπουρμπούτσαλα και δεν ταιριάζει κανένας άλλος από τους Epson.
    Δες

  5. - Καλά είσαι σοβαρός παιδάκι μου, που πήγες και αποσυναρμολόγησες τη μηχανή σου μέσα στο σαλόνι; Όπου κοιτάξω, βλέπω μπουρμπούτσαλα... Ωχ!... Γέμισες με μουτζούρες τους καναπέδες... Ωχ... Ωχ... Καλά το νιώθω να μου 'ρχεται το εγκεφαλικό. Καλά ρε παπάρα, μέχρι στην κούνια του μωρού έβαλες σκατολοΐδια ;
    - Α... όχι να με κατηγορήσεις και για αυτό. Αφού δεν έχουμε χώρο. Που να 'βαζα το καρμπυρατέρ και τα... Πρόο...σεχε, πατάς λάδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified