Further tags

  1. Το ογκίδιο
  2. Το σβωλαράκι, ο κόμπος, κλπ.
  1. - Έχω βγάλει ένα σγρουμπούλι στον λαιμό, λες κι έχει πεταχτεί ο αδένας... - Ε δεν πας σε καναγιατρό να το κοιτάξει;...

2.α.
Καλά, δεν την ανακάτεψες αρκετά τη μπεσαμέλ κι έχει γεμίσει όλο σγρουμπούλια... Μασάς αλεύρι, που να σε πάρει... Γιατί δεν ρώταγες την μάνα μου;

2.β.
Ρε γμτ, το αγαπημένο μου πουλόβερ πάλιωσε κι έχει γεμίσει σγρουμπούλια... δεν φοριέται πια...

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά έκφραση που δεν ακούγεται πια.

  1. Μόρτικο (και συνθηματικό) προσωνύμιο του αργιλέ. Κάποια στιγμή άρχισε να παίρνει και την έννοια του 2.

  2. Ο «είπα ξείπα». Που λέει και ξελέει. Τα φυσάει και μετά τα ρουφάει. Ο είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω

Με την εξαφάνιση των αργιλέδων, χάθηκε το προσωνύμιο και παρέμεινε η δεύτερη σημασία, η οποία ενισχύθηκε κιόλας με την εμφάνιση των πρώτων βυτίων εκκενώσεων βόθρων! Τα ονόμασαν και αυτά «φυσαρούφες» από τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η αντλία τους.

Και ο φυσαρούφας απέκτησε και το «άρωμα» του λαγού στο σχετικό ανέκδοτο της παραπομπής «είπα, ξείπα...».

-Ρε βλάμη, πες του Νώντα ότι θα έρτω αργά το βράδυ. Να 'τοιμάσει έναν φυσαρούφα μωρ' αδερφάκι μου.

-Βασίστηκα κι εγώ στα λόγια του Τάσου και την πάτησα.
-Α καλά, αυτός είναι φυσαρούφας δεν τό 'ξερες;

-Ρε τον Αλέκο. Και τί δεν είπε για τον Μήτσο, ξέρασε ένα σωρό σκατά. Και μόλις έσκασε μύτη ο Μήτσος, τα ρούφηξε όλα πίσω ο φυσαρούφας.

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σλαβ. popara. Ψωμί μουσκεμένο σε νερό ή γάλα / πρόχειρο φαγητό από κομμάτια ψωμιού βρασμένα με κρασί ή λάδι. Η κατάσταση που βρίσκεται το ψωμί δικαιολογεί και την χρήση της λέξης λόγω ομοιότητας στο παπάρι και στις παπαριές.

  1. Μου έπρηξες τα παπάρια! Θα σου πάρω το καινούριο πλυντήριο όταν πάρω το δώρο του Πάσχα!!

  2. Τι παπαριές ακούσαμε από τον Θόδωρο χτες δεν λέγεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαχλή μπούρδα, ανοησία.

Ετυμολογία:

σαχλαμπούχλα < σάχλα + μπούχλα με αφομοιωτική επίδραση της λέξης σάχλα από το < μπούρδα < γαλλικό bourde = ανοησία < αρχαίο γαλλικό behourder = παίζω, ευχαριστώ < φραγκονικό **bihourdan*.

Ευτυχώς υπάρχουν και κάποιοι που κρατάνε το slang.edu σε κάποιο επίπεδο, γιατί οι περισσότεροι το έχουν ρίξει στις σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Πρακτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για δυναμωτικό.
  • Όλα τα φάρμακα που δεν είναι έτοιμα, αλλά παρασκευάζονται από τον φαρμακοποιό επί τόπου.

Έχει υποτιμητική χροιά για τα φάρμακα.

Η λέξη είναι Τουρκικής προέλευσης και σημαίνει δυναμωτικό.

  1. -Έχω ένα κρύωμα άστα να πάνε.
    -Πάρε κανένα ματζούνι ντε!

  2. -Τί σου έδωσε ο γιατρός;
    -Τί να μου δώσει μωρέ; ένα σωρό ματζούνια μου έγραψε ο άσχετος.

Macun Şeker (από BuBis, 25/08/09)Sweet... majoon (από BuBis, 25/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.

Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...

Η καβάντζα του χοντρού (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται την κιτσάτη διαφήμιση του πάλαι ποτέ Prisunic Μαρινόπουλος με «μασκότ» τον «Πιμί με την δραχμή».

Στην μετά-Carrefour εποχή πιμί αποκαλούνται τα προσωπικά μηνύματα που ανταλλάσσουν οι χρήστες του διαδικτύου.

Είμαι ο, είμαι ο, είμαι ο Πιμί!
ο Πιμί! ο Πιμί! ο Πιμί με την Δραχμή!
Ψωνίζω πάντα στην πιο καλή τιμή!
(Διαφήμιση Prisunic Μαρινόπουλος από 70s και 80s, από μνήμη)

« ... έχεις υπ 'όψη σου κάποιον σωστό μάστορα σε νορμάλ τιμή;
αν δεν θες να πεις δημόσια, στείλε πιμί...» (Από φόρουμ)

«...με κολακεύεις με την ενέργεια σου ολόκληρο thread για πάρτυ μου ... Άμα έχεις κρατήσει κάνα ss στείλε μου πιμί να το δω! Είσαι γλυκούλης! Τώρα μπορείς να πεις και στην κολλητή μου ότι την βλέπω 'διαφορετικά'»;;;;
(από φόρουμ)

Ο Πιμι με την Δραχμή (από Vrastaman, 19/03/09)Αν αγαπάτε την δραχμή σας! (από Vrastaman, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή η έκφραση πάρε τα αρχίδια μου είναι αμφίσημη και μπορεί να παρεξηγηθεί ως επιτακτικό κάλεσμα για ευνουχισμό, πολλοί προκρίνουν το σερβίρισμα γλαρόσουπας.

Το μυστικό της γλαρόσουπας έγκειται στην παρουσίαση: «θα σερβίρουμε γλαρόσουπα εντός ολίγου» ή «μη φας έχουμε γλάρο» ή και ακόμα το τιραμισουρεαλιστικό «μη φας και έχουμε γλαρόσουπα και μπούτι από ελικόπτερο».

Τα συμφραζόμενα της γλαρόσουπας έχουν επαρκώς αναλυθεί, συνεπώς θα επικεντρωθούμε σε ιστορική αναδρομή του γλάρου ως έδεσμα και θα προτείνουμε νέο σλανγκολειτουργικό τρόπο σερβιρίσματος.

Ιστορική αναδρομή

Η σχέση κυνηγού - θηράματος μεταξύ ανθρώπου και γλάρου χάνεται στην προϊστορία (Fisher and Lockley, 1989). Πολλά ευρήματα τεκμηριώνουν την κατανάλωση γλάρων από την εποχή των παγετώνων. Κατά τον μεσαίωνα, ο γλάρος αναδείχτηκε σε είδος πρώτης ανάγκης για τους παράκτιους πληθυσμούς της Βρετανίας, όπου θεωρείται νοστιμότατο έδεσμα μέχρι και σήμερα. Στις δε Εβρίδες της Σκωτίας, ο γλάρος είναι το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο έδεσμα, ενώ οι απηυδισμένοι από το πολύ αρνί Νεοζηλανδοί το θεωρούν πρώτης τάξεως μεζεκλίκι. Περισσότερες πληροφοριές εδώ.

Οι κλασσικές συνταγές περιλαμβάνουν γλαρόπιτα, γλάρο μαριναρισμένο με μέντα, καπνιστό γλάρο σουφλέ. Οι σεφ της nouvelle cuisine μπόλιασαν την παράδοση με καινοτόμες ιδέες παράγοντας πιάτα όπως γλάρο με πιπερόριζα, γλάρο Veronique και mille-feuilles από mousse γλάρου. Περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί!

Νέος τρόπος σερβιρίσματος

Τα αρχίδια των παροικούντων σε διαδικτυακές κοινότητες έχουν πλειστάκις ζαλιστεί από εκνευριστικά και επίμονα τρολ. Πολλοί χάνουν το παιχνίδι απευθύνοντάς τους τον λόγο, με αποτέλεσμα οι τρολεατζήδες να θεριεύουν. Πρώτη γραμμή αμύνης μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο το «don’t feed the trolls» (το καθ’ ημάς «να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολ»). Η αιχμή του δόρατος στην αντιμετώπιση των τρολ πλέον έχει στραφεί αλλού: ταΐστε τα τρολ, αλλά με συνταγές μαγειρικής! Κάθε φορά που κάποιο τρολ γράφει μαλακίες, η γιαλομικά ενδεδειγμένη γιατρειά είναι η ανάρτηση συνταγών, πράγμα που αφενός μεν προάγει την γευσιγνωσία αφεδύο δε ξενερώνει τα τρολ σε σημείο που αναζητούν θύματα αλλού. Και ποια καλύτερη προσέγγιση, σημειολογικά, από την ανάρτηση συνταγών γλαρούσουπας!

ΓΛΑΡΟΣΟΥΠΑ à la Ιωνάθαν Λίβινγκστον

ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
1 Γλάρος Νερό θάλασσας
1 κρεμμύδι κομμένο στη μέση 2 καρότα κομμένα στη μέση 3 πατάτες κομμένες στα τέσσερα
3 κοτσάνια σέλινο με φύλλα 1 κουταλιά της σούπας καλά υδρογονωμένου λίπους
διάφορα μυρωδικά
λίγο τυρί λίγο πιπέρι αλάτι 8 κουταλιές της σούπας ρύζι
2 αβγά γλάρου
1 λεμόνι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
Ξεκινάμε αυτήν την υπέροχη συνταγή γλαρόσουπας ξεπουπουλιάζοντας το πουλί. Ακρωτηριάζουμε τα άκρα, αφαιρούμε το ράμφος και τα εντόσθια και πλένουμε το γλάρο καλά μέσα και έξω ώστε να φύγει η έντονη ψαρίλα. Τοποθετούμε ευλαβικά το πλι στην μπανιέρα και προσθέτουμε άφθονο θαλασσινό νερό. Αφήνουμε τον γλάρο να επιπλέει για τουλάστιχον 12 ώρες και μετά αλλ'αζουμε νερό. Επαναλαμβάνουμε την διαδικασία αυτή τρεις φορές μέχρι να σιτέψει επαρκώς.
Μεταφέρουμε το κουφάρι σε κατσαρόλα και προσθέτουμε περισσότερο θαλάσσιο νερό. Μόλις πάρει βράση, αδειάζουμε το πρώτο νερό (για να μη μυρίζει). Ξαναγεμίζουμε με ζεστό θαλάσσιο νερό (που έχουμε ήδη βράσει). Αφήνουμε να πάρει πάλι βράση και χαμηλώνουμε τη φωτιά, αφαιρώντας τον αφρό λίγο-λίγο, τηρώντας πάντα όλες τις προφυλάξεις για την επεξεργασία βιοεπικίνδυνων απόβλητων.
Μετά προσθέτουμε και τα υπόλοιπα υλικά και βράζουμε για αρκετή ώρα. Όταν μαλακώσει ο γλάρος, αφαιρούμε όλα τα υλικά, αφήνουμε μόνο το ζουμί. Προσθέτουμε το ρύζι και το αφήνουμε να βράσει για ένα τέταρτο περίπου. Σε μπολ χτυπάμε τα αβγά γλάρου και το χυμό του λεμονιού, για να γίνει το αβγολέμονο. Στο ίδιο μπολ προσθέτουμε μια κουτάλα βαθιά μαγειρέματος ζουμί και ανακατεύουμε καλά. Αβγοκόβουμε τη σούπα ρίχνοντας λίγο-λίγο το αβγολέμονο κι ανακατεύοντας γρήγορα και φιλώντας στον αέρα, για να μη μας κόψει. Προσθέτουμε αν θέλουμε τα τρυφερά βιοενεργά κρεατάκια του γλάρου, ψιλοκομμένα.

Η σούπα έχει εξαιρετικές υπακτικές ιδιότητες και πρέπει να σερβίρεται πάντα κρύα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).

Πόθεν πούτσες;

Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).

Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).

Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).

Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;

Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!

Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.

Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified