Further tags

Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.

- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας.

Αυτός ο ασφαλιστής δεν με πείθει. Πολύ παγαπόντης μου φαίνεται!

Μπαγαπόντισσα. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.

Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.

- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω σφαίρα.

Σούμπιτος έφυγε στη στροφή!

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιάφορος.

- Άσε δεν βοηθά ο Παυλάκης... Μεγάλος ζαμανφουτίστας.

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.

Βλέπε Barbie

Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;

Κάθε φορά που έχει μια καλή ιδέα, κάποιος πεθαίνει :P (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαυροφορεμένες γριές άνω των 80 χρόνων λεπτές μέχρι 1,50 και με καμπούρα στον standard εξοπλισμό που φοράν πάντα και μία μαύρη μαντίλα και δε σε κοιτάν ποτέ στα μάτια για να μην τις αναγνωρίσεις και για να νομίζεις ότι όλες είναι ίδιες. Στην πραγματικότητα είναι μεταμφιεσμένοι γιαπωνέζοι ninja και η καμπούρα κρύβει κατάνες, στιλέτα, κρόταλα, spells και άλλα διάφορα όπλα απαγορευμένα απ' τη συνθήκη της Γενεύης.

- Ρε μαλάκα, μου την έπεσαν 7 γιαπωνέζοι νίντζα...
- Άντε ρε καραγκιόζη, τις γριούλες...
- Ρε αλήθεια σε λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζώο (εκ της Τουρκικής).

-Τι έκανες εκεί βρε ζώον; Μα τόσο χαϊβάνι είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.

Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...

αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.

Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified