Further tags

Ο αλογομούρης. Αυτός με μακρόστενη φάτσα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο, μακρύ πηγούνι: το μήκος από το κάτω χείλος μέχρι την άκρη του πηγουνιού ισούται ή είναι μεγαλύτερο του μήκους από το κάτω χείλος μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Βγαίνει από το γνωστό προπονητή με αντίστοιχο προσωπότυπο.

- Κοίτα το γκομενάκι με τι αλογομούρη είναι....!
- Γκμοχ σκέτος ο δικός σου, χαχα!

(από Cunning Linguist, 07/06/08)Και η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου αποκαλείται μειωτικά ως γκμοχογκόμενα. (από Khan, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατημένος σύζυγος - σύμφωνα με κάποια ξεχασμένη λαϊκή δοξασία οι απατημένοι σύζυγοι έβγαζαν κέρατα φαίνεται (!).

- Τον κεράτωσες τον άνθρωπο μωρή;
- Aυτός δεν είναι άνθρωπος ρε Λέλα, είναι χιονάνθρωπος...

Η γυναίκα μου λείπει ταξίδι για δουλειές. (από Galadriel, 07/06/11)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, ο απατημένος σύζυγος.

- Πήγε με όλους σου λέω... Τάρανδο με έκανε ρε φίλε, τάρανδο... - (Γκλουπ - λες να ξέρει ότι την πήρα και εγώ;;)

Δες και τον/την έκανε τάρανδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος άνδρας. Μισο-ευγενικό / μισο-ειρωνικό, αποδεικνύει περίτρανα την γενναιοψυχία του ελληνικού λαού ο οποίος έκανε τον κόπο να δημιουργήσει μια όχι απόλυτα υποτιμητική φράση για αυτούς τους ανθρώπους (που όπως όλοι ξέρουμε είναι υπαίτιοι για... ... ... τέλος πάντων, για κάτι και άρα είναι υποχρέωσή μας να ασχολούμαστε μαζί τους).

— Τι είπες είναι ο καινούργιος της γκόμενος, χορευτής; Άχαχα, καλέ αυτοί είναι όλοι συκιές! — Εμ βέβαια, πού να γυρίσει να την κοιτάξει κάνας σωστός άντρας αυτήν, έτσι φρικιό που είναι... — Καλά, άσ' τα αυτά τώρα, Μαζωνάκη θα πάμε τελικά;

Βλ. και πούστης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος.

- Τι να σου πω ρε 'συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Π;vς κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση. Υπερβολή του «μεγάλε».

Πού 'σαι ρε γίγαντα; Πόσο καιρό έχω να σε δώ, πού γυρνάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).

Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».

  1. - Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.

  2. - Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!

Ἀλφρέδος Μπινές (από aias.ath, 03/12/09)Mr Bin (από aias.ath, 05/12/09)Mr Ibn (από aias.ath, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κατάσταση υπερβολικής μέθης κατά την οποία η αντίδραση σε οπτικοακουστικά ερεθίσματα είναι ανάλογη αυτής του ξύλινου χερουλιού τσάπας ή γκασμά.

  2. Πολύ και αγριοβάρβαρο ξύλο. Συντάσσεται με το τρώω ή / και ρίχνω.

  1. Άσ' τον ρε, δε βλέπεις ότι το παιδί είναι στειλιάρι;

  2. Και εκεί που κάνω παιχνίδι με τη μικρή, πετάγονται 3 και μου ρίχνουν ένα στειλιάρι... 8 έπεφταν 1 μέτραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρομερά σπαστικός και λέει τα ίδια και τα ίδια συνέχεια με αποτέλεσμα να εκνευρίζει τους άλλους.

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να φύγουμε!
- Μου το είπες 15 φορές, μην γίνεσαι πρηξαρχίδης, να πιω τον καφέ μου και φεύγουμε σε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified