Ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει απρόσκλητος σε μια παρέα και σε ξενερώνει.

Επίσης αυτός που έχει «μπαστακωθεί», βλ. μπαστακώνομαι, κατσικώνομαι επίμονα και πεισματικά σε μια θέση, έχοντας γίνει ενοχλητικός.

  1. - Πώς περάσατε χτες το βράδυ;
    - Πώς να τα περάσουμε ρε συ που είχαμε τον μπάστακα όλη την ώρα μες στα πόδια μας; Ούτε μια κουβέντα της προκοπής δεν μπορούσαμε να πούμε.

  2. Αφού στο 'χω πει ρε, όταν γράφω δε θέλω να κάθεσαι σα μπάστακας πάνω απ' το κεφάλι μου! Δε μπορώ να συγκεντρωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για μικρότερους σε ηλικία που παρεισφρέουν σε μια παρέα μεγαλυτέρών τους.
Σπόρος διότι δεν έχει μεγαλώσει (φυτρώσει) ακόμα.
Και χαριτωμένα «σποράκι», «σπορίκλα». Θα προσπαθήσει να πει κάποια εξυπνάδα στην παρέα και θα τον κοιτάξουν υποτιμητικά λέγοντας του «πάψε ρε σπόρε τι είναι αυτά που λες».

Ωχ κοίτα ρε, ο Γιάννης με τον αδελφό του τον σπόρο... Θα μας τα ζαλίσει πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούμε έτσι:

  • κάποιον που οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα, είτε επειδή χάνει (κάνει τις... μαλακίες), είτε επειδή είναι τίγκα στις ανασφάλειες (π.χ.: σύμπλεγμα κατωτερότητας), μ' αποτέλεσμα να τον έχουν του χεριού τους, να τον εκμεταλλεύονται να τον πιάνουν κότσο, κορόιδο, να του δίνουν τα χειρότερα, τα δυσκολότερα, να μην υπολογίζουν την παρουσία του, να τον ανέχονται, να τον γειώνουν, να τον θεωρούν μπαλαντέρ για κάθε δύσκολη και ανεπιθύμητη κατάσταση (βλ. παρ. 1).
  • κάποιον που αυτός θεωρεί πως οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα μ’ αποτέλεσμα να τον αδικούν και να τον πιάνουν κορόιδο. Πράγμα που ωστόσο θα μπορούσε να μην υφίσταται (βλ. παρ. 2).
  • ο εξυπνάκιας που, νομίζοντας πως είναι πιο ξύπνιος απ' τους άλλους, δεν δείχνει τη στοιχειώδη σύνεση και την πατάει (βλ. παρ. 3).
  • μια κοινωνική ομάδα (με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου), που τα μέλη της θεωρούν πως είναι εξαπατημένα από άλλες κοινωνικές ομάδες, κάτι που μπορεί να συμβαίνει κιόλας (π.χ.: ένα κράτος που το θεωρούν τόσο οι πολίτες του, όσο και οι αλλοεθνείς ως κράτος gtpπροδιαγραφών, ώστε να τρώει απ' τα προηγμένα κράτη, την κοροϊδία και την εκμετάλλευση της αρκούδας, π.χ: εργαζόμενοι σε μια εταιρεία που παίρνουν μισθούς πείνας, βγάζουν τη... δουλεία, ξεσκίζονται σε απλήρωτες υπερωρίες, κ.λπ.). Βλ. παρ. 4.
  1. Να γίνεις λίγο πιο αρχίδι από δαύτους και να κερδίσεις τον διαγωνισμό γκαρίσματος, γιατί αλλιώς για άλλη μια φορά θα είσαι ο μαλάκας της παρέας που θα πρέπει να βάλει νερό στο κρασί του και να υποχωρήσει.
    Δες

  2. Αν δεν μιλούσα, αισθανόμουν ο μαλάκας της παρέας. Αν μιλούσα όμως, φανταζόμουν τους πάντες να αναρωτιούνται πότε θα σταματήσω, για να συνεχίσει η συζήτηση κανονικά.
    Δες

  3. Από τη μια ο μαλάκας της παρέας, που νομίζει ότι είναι μαγκιά να πάει στο σπίτι με τον κύκνο στη μασχάλη, αδιαφορώντας αν αυτό που κάνει θα του κόψει το κυνήγι για πάντα. Δες

  4. Είναι ο μαλάκας της παρέας που όλοι τον κοροϊδεύουν και τον έχουν τρελάνει στο φατούρο. Ο λόγος για το Ελληνικό κράτος.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση για την και καλά παρακμή του ανδρικού φύλου με την εμφάνιση διάφορων φαινομένων όπως οι στρέι, οι μετρό, η τριχοφοβία και τα παρόμοια.

Δευτερευόντως, περιγράφει την ανάμιξη ή και το νταλαβέρι προσώπων από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, ηθικές αξιολογήσεις και καταβολές ο καθένας, ανθρώπων των οποίων ο συγχρωτισμός και η συναναστροφή μας προξενεί έκπληξη μάλλον δυσάρεστη.

Ο σλανγκισμός δομείται αφενός από την προϋπάρχουσα εξαπανέκαθεν εκφρασούλα «μαλλιά-κουβάρια» που σημαίνει το μπλέξιμο και, αφεδύο, την προσθήκη του ζεύγους «πούστηδες και παλικάρια» που προκαλεί αυτήν την έντονη αντίθεση. Τώρα βέβαια, μετά την πολιτογράφηση και του «πονάν τα παλικάρια;» η αντίθεση μπορεί να στερείται κάποιας βάσης, ωστόσο, κατά την εποχή που σφυρηλατήθηκε το λήμμα, τα παλικάρια ήταν ακόμα άντρακλες με τη βούλα και οι πούστηδες ήταν πούστηδες, όμορφα, ωραία και νοικοκυρεμένα, λέμε τώρα...

Πιο συγκεκριμένα, οι χρήσεις της έκφρασης κυμαίνονται ως εξής:

  1. Μόλις έχουμε πληροφορηθεί ότι κάποιος βαρβάτος, που τον είχαμε για αρσενικό λίρα εκατό, το σηκώνει το σακάκι. Αλλά και γενικότερα, για να μιλήσουμε απαξιωτικά για το κύμα εξόδου από την ντουλάπα που μας χαλάει ως Ελληναράδες.

  2. Για να επικρίνουμε τον πολιτικό αμοραλισμό αυτών που είναι με άλλο κόμμα το πρωί και άλλο το βράδυ (άλλωστε οι αγγλοαμερικανοί λένε για την διαπλοκή πως όλοι στο ίδιο κρεβάτι καταλήγουν).

  3. Όταν η αντιμετώπιση της κοινωνίας ή ενός μικρόκοσμου είναι ίδια και για τους άξιους και για τα λαμόγια.

  4. Όταν στην παρέα μας ή σε έναν χώρο μαζευτεί ασύνδετο και ό,τι νά 'ναι πλήθος.

  1. - Έστρωσε ο καιρός κολλητέ, δεν ξεκινάμε σιγά-σιγά κάνα μπασκετάκι με τους άλλους; Έφτιαξα σκεμπελιακούς όλο το χειμώνα αραχτός.
    - Ποιοι είναι οι άλλοι που λες;
    - Ο Φώντας και ο Νώντας, γιατί;
    - Έχεις χάσει επεισόδια αγόρι μου. Αυτοί από γυμναστική το έχουν γυρίσει σε σπαγκάτα και μπαλέτα τώρα πια...
    - Μιλάς με γρίφους, γέροντα! Την ξεφλουδίζουν την μπανάνα;
    - Ίσια και παλικαρίσια...
    - Τι να πω... Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια... Μας χάλασαν και την άθληση ρε γαμώτο...
    - Βόλεϋ δωματίου ξέρεις;
    - Κι εσύ με τεκνό Βρούτε; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τρεις πιθαμές από τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει....

  2. - Το ξέρω ότι είμαι λίγο κολλημένος ρε συ, αλλά δεξιά εγώ δεν ψηφίζω. Ευχή και κατάρα του θείου μου που μαρτύρησε στην Ίφκινθο...
    - Καααλά. Λες και δεν είδες τι αλλαξοκωλιές έγιναν την τελευταία φορά.
    - Δηλαδή;
    - Πού ζεις; Παπαθεμελήδηδες, Μάνοι, Ανδρουλάκηδες, Κοντογιαννόπουλοι, Μπίστηδες, Δαμανάκες... Θες κι άλλους;
    - ...
    - Άστα-βράστα. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

  3. - Εγώ παλεύω σαν τον μαλάκα να πάρω τις άδειες από δεκαπέντε φορείς για το αιολικό, που έχω τον πιο σοβαρό φάκελο στην περιφέρεια και που στο κάτω-κάτω, τόσο πίσω που είναι η χώρα θά 'πρεπε να μας προσέχουν εμάς που ανοιγόμαστε στην πράσινη ενέργεια, πρωινό στο κρεβάτι θά 'πρεπε να μας φέρνουν κι αυτός...
    - Αυτός τι;
    - Πάει και μου παρευρίσκεται σε δεξιώσεις και απευθύνει συγχαρητήριους λόγους, υπουργός πράμα, στο κάθε λαμόγιο της παραλιακής, που έχουν στο κεφάλι τους ο καθένας πενήντα καταδικαστικές για τα κωλομάγαζά τους...
    - Γάμησέ τα κι άφησέ τα φίλε μου. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

  4. - Καλά, γιατί γίνεται ξαφνικά τέτοιος χαμός στο μπαράκι; Εδώ γαμάει ο κουφός τον μουγκό! Χάσαμε το στέκι μας ρε πούστη μου...
    - Άσε, μου τά 'πε η μπαργουμάνα. Έβαλε ο μαλάκας το αφεντικό έναν πουσταρίκο φίλο του σεναριογράφο και ανέφερε το μαγαζί σε ένα σήριαλ της πούτσας και το έκανε μόδα. Κοπάδια ολόκληρα έρχονται, λες και κάτι θα καταλάβουν...
    - Η σάρα και η μάρα... Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

Ετς! (από joe909, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε μία ομάδα ατόμων ελεεινών και αθλίων, με ροπή προς τη διαφθορά. Ο σκύλος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός σε πολλές γλώσσες (αραβικά, τουρκικά, κ.τλ.).

  1. Blogoσχόλιο:

Πέντε μέρες έχουν περάσει από την ομολογία των εγκλημάτων πολέμου του Αττίλα από τον Αττίλα στην Κύπρο και το Ανανικό σκυλολόι δεν έχει αναχαράξει κουβέντα! Τα εγκλήματα πολέμου κατά της χώρας που τους έχει δώσει υπηκοότητα δεν τους απασχολούν.

  1. Νιτσεϊκό απόσπασμα:

Η ζωή είναι μια πηγή χαράς, εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.
Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.
Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο. Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.
Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.
Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.
Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που κάνει παρέα μόνο με gays, από τους οποίους σχεδόν αποκλειστικά περιτριγυρίζεται. Συνήθως είναι χοντρή, όχι όμορφη και με υποτονική ερωτική ζωή (to put it mildly) και λειτουργεί ως μητρική φιγούρα για πολλούς από τους gay φίλους της που βλέπουν σε αυτή μία σύμβουλο / εξομολόγο / σύντροφο στο κουτσομπολιό.

Βάλε μέσα στην καρδιά σου την αδελφομάνα
και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος, εκείνος που του αρέσει να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο, το σούργελο της παρέας.

- Κοίτα πάλι τι βλακείες κάνει!
- Αφού ξέρεις ρε φίλε, ο τύπος είναι τέρμα κλόουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητσίδας, το άτομο που δεν ξεκολλάει από μια παρέα, δεν συνειδητοποιεί πότε η παρουσία του είναι κουραστική, και δεν έχει την ευγένεια να αποσυρθεί διακριτικά.

Τον βαρέθηκα τον Γιώργο! Δεν είναι να του πω πότε θα βγω για καφέ με την κοπέλα μου, και έρχεται και κολλάει σα βδέλλα και ξεχνάει να φύγει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified