Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.

- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρούουουλης, ο μικρός ψυχή τε και σώματι. Συνώνυμο του κοντός και του νάνος με την μεταφορική τους έννοια.

- Κοίτα τον μαλάκα, τον τιποτένιο, που πάει να στρώσει καυγά με τους σκουπιδιαραίους!!! Κιμά θα τον κάνουνε!!!
- Δες όμως και το μουνάκι δίπλα του πώς καμαρώνει...
- Ουστ ρε μπισμπιρίκο, γαμάς κιόλας ε;;;;

Όχι, ναι, όχι νάνος. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.

- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός.

Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified