Further tags

Ως γκομενότυπος είναι η τουρλοκώλα. Θεωρείται δηλαδή ότι η τουρλωτή καμπύλη στα οπίσθια προσδίδει στο γυναικείο σώμα (μιας κοπέλας που πιθανόν να ονομάζεται Βασιλική) ανάλογο αισθητικό αποτέλεσμα με αυτό που επέφερε η σύνδεση του τρούλου με την βασιλική στην τρουλαία βασιλική από τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο. Άλλωστε τα ρήματα τουρλώνω και τρουλώνω είναι συγγενή ετυμολογικώς με το τρούλος (< τρούλλος < trulla = είδος δοχείου, τηγάνι).

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

- Ωραία αυτή η καινούργια κοπέλα του Γιώργου, η Βασιλική!
- Και τι Βασιλική! Μετά τρούλου!

(από Khan, 04/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που είναι άσχημη, ανασούμπαλη και ολίγον τι χαμούρα.

Και τα τσιγάρα μάρκας Camel.

  1. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι άφησε την Λιάνα για αυτήν την καμήλα.

  2. Καμήλα καπνίζει το φλώρι.

(από σφυρίζων, 30/03/13)Με την καυλή έννοια (από Khan, 30/03/13)Με την καυλή έννοια και πάλι (από Khan, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Παρτσακλός, -ή, -ό (επίθ.). Ο άτσαλος, ο άχαρος. Χαρακτηρισμός ανθρώπων που σου ξινίζουν στο μάτι τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε εμφάνιση.

- Ρε συ, είδες το παρτσακλό που κουβαλούσε ο Γιώργης χτές;
- Τι να σου πω ρε φίλε. Εγώ αν ήμουν στη θέση του θα ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, αυτός που το γένι του μοιάζει με τράγου. Ήδη στους αρχαίους ημών προγόνους βρίσκουμε τη λέξη τραγοπώγων (δες), ενώ στην δημώδη (μετα)Βυζαντινή Γραμματεία βρίσκουμε την ίδια τη λέξη τραγογένης στην παρωδία «Ακολουθία του ανόσιου τραγογένη σπανού» (για την σημασία του «σπανός» βλ. τα λίνκια στο πρώτο παράδειγμα). Έχω την εντύπωση ότι ως τραγογένης μπορεί να χαρακτηριστεί και γενικά ο μουσάτος, αλλά και ειδικότερα ο μουσάτος είτε με αραιό γένι που θυμίζει περισσότερο τράγο, είτε ο φέρων την λεγόμενη barbe à l'impériale, το στυλ Ναπολεόν Τρουά, που άργκιουαμπλjυ φέρνει περισσότερο σε τράγο.

Ως σλανγκ μας ενδιαφέρει κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός για ιερείς, για παπάδες. Η χρήση είναι πολύ παλιά, το βρίσκουμε επανειλημμένως στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, γενικά βγάζει μια καζαντζικίλα, αλλά και στον Κώστα Βάρναλη και τον Γιάννη Σκαρίμπα. Πρόκειται, δηλαδή, για συνώνυμο των τραγόπαπας και τράγος, ένα κλικ πιο πάνω στην εκκλησιαστική βιολογική αλυσίδα από τον μεσότραγο. Ο χαρακτηρισμός βρίζει και γενικά τους παπάδες, αλλά και ειδικά όσους δίκην οργιαστικών τράγων εμπλέκονται σε ατοπήματα σεξουαλικής φύσης.

  1. Ἄξιόν ἐστι, τοῦ ὑβρίζειν σὲ τὸν τραγογένη, τὸν ἐν τοῖς γαϊδάροις πρωτεύοντα, καὶ τὸν ἐν τοῖς τράγοις τερατουργόν. (Από την ακολουθία του τραγογένη σπανού, δες εδώ, εδώ και εδώ).

  2. Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
    ω αγνή Πολύμνια, στ’ ασημένιο βάζο,
    που στ’ άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
    θεϊκό νεχτάρι. Με τον τραγογένη
    θεούλη, που διδάχος μου ’χει γένει,
    σταφύλια στα μελίγγια μου αραδιάζω.
    (Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ο Ποιητής» εδώ).

  3. Σα να 'νιωσε πίσω του βαριάν ανάσα, στράφηκε ο λοχαγός, είδε κοντόχοντρο, τετράγωνο μπροστά του, ανταρεμένο, με τα μάτια που πετούσαν φωτιές, τον παπά. Μάζεψε τα φρύδια, γύρισε το πρόσωπο, έσκυψε χάμω. Τον μισούσε, τον φοβόταν τον έβδομηντάρη ετούτον άγριόπαπα· ένιωθε να τινάζεται από τα μάτια του μια δύναμη βουβή, να θέλει να τον ρίξει κάτω με τα Δισκοπότηρα του, τα Βαγγέλια, τα πετραχήλια, με τις ψαλμουδιές του και τα ξόρκια, κυβερνούσε ο τραγογένης ετούτος φοβερές αόρατες δυνάμες, κι ο λοχαγός, κι ας ήταν παλικάρι, τον φοβόταν. (Από το μυθιστόρημα Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη εδώ).

  4. Ο παπάς καθώς προσπερνάει τον κοιτάζει· τον ξέρει. Μόλις ανθίζει ένα τραγίσο χαμογελάκι στο χείλι του.
    ...Σιχτίρ τραγογένη… (Από έργο του Γιάννη Σκαρίμπα εδώ).

  5. Την ίδια στιγμή που ο τραγογένης της Αιγιαλείας, έχει παραιτηθεί ουσιαστικά από τον ποιμαντικό του ρόλο, και από ταγός ενότητας, πνευματικής και ηθικής ανάτασης του ποιμνίου του που θα έπρεπε να είναι, μετατρέπεται σε κύρηκας του μίσους και σε επικίνδυνη οχιά για τον Ελληνισμό... [...] Ένας πραγματικά λεβέντης παπάς, αυτή τη φορά στην Κρήτη, σηκώνει ψηλά τη σημαία της αντίστασης και της περηφάνιας, συναισθανόμενος το ρόλο του και την ποιμαντική αποστολή του. (Εδώ).

  6. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άριστα δέκα με τόνο! Το λέμε για τις θεάρες γυναίκες εμφανισιακά και για τα ομορφόπαιδα.

- Ώπα, ώπα, πιάσε αυτή που περνάει από τα αριστερά σου!
- Δέκα καθαρόαιμο ρε φίλε!

βλ. και δεκάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και το μωρό, αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που προσπαθούν να νεάσουν, εν ανάγκη και με όσα μέσα προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Ο χαρακτηρισμός μπεμπέκα συχνά βγάζει κάτι σε ζουμπουρλού, σε νεοσιξτίλα, σε φάση μικροαστικίλας, Ελεεινίδας, κ.τ.ό., αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με καυλή έννοια. Για περισσότερα βλ. γεροντομπεμπέκα και κουμπαρομπεμπέκα.

1. Πολλά έχουν πεί για την Δέσποινα Βανδή. Στην ηλικία των 45 πλέον η τραγουδίστρια δεν έχει καμία ανάγκη να το παίξει μπεμπέκα.

2. «Δεν βλέπω καμία αλήθεια στη Μανωλίδου. Δεν βλέπω έναν αυθεντικό άνθρωπο. Βλέπω μια γυναίκα που παίζει πολύ το κοριτσάκι, την μπεμπέκα«

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημα γυναίκα, το μπάζο.

Άσε μη φέρεις εσύ γκόμενες, όλο κάτι πατσαβούρια φέρνεις, θα πούμε στο Νίκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας, αλλά όχι με την καλή έννοια: ο κουραδόμαγκας, ο τζόρας-μισοριξιά, το ζόρικο πλην τσουρούτικο χαμαντράκι που βρυχάται και την Άρτα φοβερίζει.

Εκ του μάγκας και του τουρκικού çürüt (αόριστος του ρήματος çürür, φθείρω).

Ασίστ από το δουπού: Κυρ Κάδμους.

[1.](http://www.tvnea.com/2011/03/dwts.html#ixzz3DOUdQrfU http://tvnea.blogspot.com/)
- ΑΥΤΕΣ ΟΙ 2 ΚΥΡΙΕΣ ΨΟΦΑΝΕ ΓΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ /ΣΤΡΙΦΝΗ Η ΜΙΑ ΤΣΟΥΡΟΜΑΓΚΑΣ Η ΑΛΛΗ /ΚΡΙΜΑ ΤΗΝ ΜΟΡΦΩΣΗ ΚΡΙΜΑ

2.
- Αυτοι δεν ηταν ρε προβατα που θα σας εσωζαν; Ο Αντωνης, ο τσουρομαγκας απ την Καλαματα και ο Αλεξης ο τυροσουζας. Kalo kouragio

3.
- Τους παιρνω τηλέφωνο και μετα απο 1 ωρα αναμονη (δεν κανω πλάκα) το σηκωνει ενας τσουρομαγκας και μου αρχιζει την καραμελα.Τον ρωταω απλά,«δεν εχω την απαιτηση να μου δωσετε 24ΜΒ αυτο το εχω εμπεδωσει,πείτε μου απλά τι εγινε και σε 3 μερες επεσε ο συγχρονισμος 3λολοκληρα ΜΒ.Και πεταγετε το παληκαρι με υφος πολλα βαρυ και μου αμολαει το ιστορικο»και καλα δεν εισαι ευχαριστημενος με 10;!!!«

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified