Το πάχος στην περιοχή της κοιλιάς.
Φαίνεται πιό έντονα όταν φοράμε στενό παντελόνι.
- Που πάει έτσι η χαβούζα με το ξώκοιλο; Τα πατσοκοίλια της μοστράρει;
Το πάχος στην περιοχή της κοιλιάς.
Φαίνεται πιό έντονα όταν φοράμε στενό παντελόνι.
- Που πάει έτσι η χαβούζα με το ξώκοιλο; Τα πατσοκοίλια της μοστράρει;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κουρεμένο γίδι: λεγότανε παλιά που ήταν της μόδας τα μακρυά μαλλιά, για κάποιον που ήταν υπερβολικά κουρεμένος.
-Πώς κουρέυτηκες έτσι ρε! Σαν κουρεμένο γίδι είσαι!
Got a better definition? Add it!
Λαϊκιστί: το λάχανο.
Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.
Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.
Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.
Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα' να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;
Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.
Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.
Got a better definition? Add it!
Ολόγυμνος.
Λέγεται και τσιτσίδι (επίρρημα).
-Πήγε η πεθερά του απροειδοποίητα σπίτι του, και αυτός για να της την σπάσει και να μην το ξανακάνει, άρχισε να κυκλοφορεί μπροστά της τσίτσιδος!
-Σοβαρά;
-Αλήθεια σου λέω! Τσιτσίδι!
Got a better definition? Add it!
Η κοιλιά, ο σκεμπές.
Πάω στη δουλειά με τα πόδια κάθε μέρα, μπας και πέσει η μπάκα.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.
- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!
Got a better definition? Add it!
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Αυτός με το μεγάλο παχύ μουστάκι.
- Πήγαινε στοn γέρο απέναντι και πες του να μας ανοίξει την πόρτα.
- Αυτόν με το καπέλο ή τον άλλον που είναι σαν φώκια;
Got a better definition? Add it!
Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.
- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη αντρική κοιλιά που οφείλεται στην υπερβολική κατανάλωση μπύρας (στα γερμανικά: der Bierbauch).
- Ω ρε κάτι μπυροκοιλιές που έχουμε κάνει! Τι παρακμή είναι αυτή;
- «Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά»!
Βλέπε και μπυροκοιλιακοί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified