Further tags

Το πάχος στην περιοχή της κοιλιάς.

Φαίνεται πιό έντονα όταν φοράμε στενό παντελόνι.

- Που πάει έτσι η χαβούζα με το ξώκοιλο; Τα πατσοκοίλια της μοστράρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουρεμένο γίδι: λεγότανε παλιά που ήταν της μόδας τα μακρυά μαλλιά, για κάποιον που ήταν υπερβολικά κουρεμένος.

-Πώς κουρέυτηκες έτσι ρε! Σαν κουρεμένο γίδι είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Λαϊκιστί: το λάχανο.

  2. Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.

  3. Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.

  4. Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.

  1. Μάπα το καρπούζι.

  2. Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα' να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;

  3. Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.

  4. Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.

(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόγυμνος.

Λέγεται και τσιτσίδι (επίρρημα).

-Πήγε η πεθερά του απροειδοποίητα σπίτι του, και αυτός για να της την σπάσει και να μην το ξανακάνει, άρχισε να κυκλοφορεί μπροστά της τσίτσιδος!
-Σοβαρά;
-Αλήθεια σου λέω! Τσιτσίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοιλιά, ο σκεμπές.

Πάω στη δουλειά με τα πόδια κάθε μέρα, μπας και πέσει η μπάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.

- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!

Αστοδγιάλο από δω χαμούρα που να μη σώσεις. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.

- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!

(από perkins, 29/05/10)Δημήτριος Τόφαλος (από joe909, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός με το μεγάλο παχύ μουστάκι.

- Πήγαινε στοn γέρο απέναντι και πες του να μας ανοίξει την πόρτα.
- Αυτόν με το καπέλο ή τον άλλον που είναι σαν φώκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.

- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη αντρική κοιλιά που οφείλεται στην υπερβολική κατανάλωση μπύρας (στα γερμανικά: der Bierbauch).

- Ω ρε κάτι μπυροκοιλιές που έχουμε κάνει! Τι παρακμή είναι αυτή;
- «Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά»!

(από poniroskylo, 13/05/08)

Βλέπε και μπυροκοιλιακοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified