Συναντάται πάντοτε στο πληθυντικό και χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο, υποδεικνύοντας ερωτικής φύσεως δραστηριότητες.

Βασική λεπτομέρεια: Για να αποδοθεί σωστά η παρούσα σε μια φράση, πρέπει να υπάρχει μια μικρή παύση πριν τη διατύπωση της (βλ. παράδειγμα - ανέβασμα φρυδιού / κλείσιμο ματιού προαιρετικό).

- Μήτσο, πάμε κανα σινεμαδάκι το απόγευμα;
- Δε μπορώ ρε Παυλάρα, έχω... δουλειές.

Στο 0:30. "Γκόμενα να πούμε ή... δουλειά;" Χάρρυ Κλυνν, Made in Greece (1987). (από patsis, 10/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.

Μερικές πρακτικές εφαρμογές:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα ή μικρή συσκευή.

- Χρειάζομαι καινούργιο blue-tooth, αυτό το ματζαφλάρι χάλασε, δεν δουλεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παρελκόμενα.

Όπως οι όρχεις είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά τα παρελκόμενα του πέους, έτσι και ο όρος «αρχιδιές» χαρακτηρίζει τα παρελκόμενα εν γένει.

Συνήθως πολυάριθμα, ευπρόσδεκτα μεν, αλλά η απαρίθμησή τους θα κούραζε και θα αποσπούσε πιθανώς την προσοχή.

  1. - Καλά το νέο Clio είναι πρώτο στην τιμή και έχει και ένα σωρό αρχιδιές, ABS, Airbag Climaaa....

  2. (αληθινός διάλογος):
    - Πάρε το IVάρι* της Italeri, και πιο φτηνό και πιο καλό!
    - Ναι αλλά η Tamiya δίνει και μπαρμπαδάκια** και αρχιδιές!

  • Pzkpfw IV
    ** φιγούρες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έχει να κάνει με τη γεωμετρία και τις γωνίες, αλλά που έχει μεταφερθεί, λόγω του αστείου ακούσματός της, στην καθομιλουμένη ως συνώνυμη των «γενικώς», «μια απ' τα ίδια», ξανά μανά, και τα ρέστα παγωτά, «σού 'πα μού 'πες», «λίγο απ' όλα», ό,τι νά 'ναι, κλπκλπ. Κολλάει παντού, ακόμα και εκεί όπου δεν κολλάει, είναι πασπαρτού.

Έγινε μέχρι και λαϊκόν άσμα (Δούκισσα, βλ. μήδι) και τίτλοςθεατρικού έργου.

  1. Ως εκ τούτου η Κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει το έργο της, ανεξάρτητα από τον χρόνο που θα απαιτηθεί. Τα κόμματα που τη στηρίζουν αναλαμβάνουν τεράστια ευθύνη απέναντι στο μέλλον της πατρίδας, προκρίνοντας πολιτικές «εντός, εκτός και επί τ’ αυτά», όταν χρειάζονται ριζοσπαστικές απαντήσεις.

  2. Εντός, εκτός και επί τα αυτά... η λύση για την κρίση χρέους.

  3. Ένα μικρό κλικ και ήρθατε στην μεγάλη παρέα του ΚΛΙΚ FM. Τώρα χρειάζεστε μια ευχάριστη καλημέρα και μια πρώτη ενημέρωση για τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα. Τα εντός, εκτός και επι τα αυτά, που σας έλεγε και ο μαθηματικός στο σχολείο!

από το δίχτυ

(από ironick, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται με αναφορά σε πράξεις που πρέπει να γίνουν ή και σε αντικείμενα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε (π.χ. επειδή δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος).

- Πήρα τηλ. τη Φρόσω και της είπα τα δέοντα.
- Τι δηλαδή;
- Ε, να ότι γουστάρω και τα τοιαύτα.

- Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να ανάψετε τα δέοντα;
- Εννοείτε τις σόμπες;
- Ναι ρε φίλε είμεθα καπνιστές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδία πασπαρτού, που αναδεικνύει κατά περίπτωση, το χούμορ και την φαντασία του αστειάτορος.
Άμα κάτι είναι για γέλια, εκτός απ' τις κατσαρίδες, πλακώνουν ασμένως, κότες, τάρανδοι, σαρδέλες, καρμπονάρες, μέχρι ... αποκωδικοποιητές και ηχολήπτες.

Αντώνυμο: "We are to be mourned by herrings".

  1. - Πόσοι ψεκασμένοι χρειάζονται για να γράψουν 1 τουί;
    - Αν σε λένε ΠόρταΠόρτα, 15 ΓΕΛΑΝΕ ΟΙ ΚΟΤΕΣ
  2. τι λες μαρη!!!!! γελασανε και οι ταρανδοι στην Αλασκα!!!
  3. Απείλησε ο Σκάι ότι θα κάνει μηνύσεις σε blog κ social επειδή οι ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΈΣ ΤΟΥ έκαναν παρανομία; ΘΑ ΓΕΛΆΣΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ
  4. ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΝΔ, ΚΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ (ΚΑΝΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΧΑΡΗ) ΑΔΟΝΙΣ & ΒΟΡΙΔΗΣ. ΘΑ ΓΕΛΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΟΧΡΟΥΣ ΑΙΓΑΓΡΟΙ...
    Γεια σου ρε Βαγγελη ... Καμαρι της παραταξης ... Γελανε μεχρι και οι σαρδελες στα καφενεια!εδώ
  5. Γελάνε όλες οι ρέγγες ατλαντικού και ειρηνικού με τη ζωντανή συνομιλία του Αλέξη με τον Κλίντον....
  6. Πάλι καλά που δεν πέταξε κανένα "Go Back Mister Clinton!" να γελάσουν και οι ηχολήπτες...
  7. Αυτοδημιούργητος δηλώνει ο άλλος κ γελάνε οι καταθέσεις των γονιών του στο εξωτερικό, η οικονόμος, το πουλ μπόι κ η κατάντια που τον δέρνει.
  8. Γελανε κι οι κροκοδειλοι με τη σχιζοφρενη. 35.000 τυπωμενα αντιτυπα του πορισματος της Επιτροπης παρηγγειλε.
  9. «Είμαστε το κίνημα που πήρε αποστάσεις από συμφέροντα.» Γελάνε κι οι νεροχύτες με το ανδρείκελο του Μπόμπολα.
  10. γελάνε μέχρι κι οι πέστροφες της Λίμνης Ταγκανίκα
  11. -Ο Π. Ινγκράο υπήρξε εμβληματική μορφή της ριζοσπαστικής ευρωπαϊκής αριστεράς. Ας κρατήσουμε ζωντανή την μνήμη του.
    -σαν κι εσένα Αλέξη!!!!! Γελάνε κι οι ιταλικές καρμπονάρες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.

Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.

Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.

Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified