Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.
— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
— Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;
Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.
— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
— Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;
Δες και rembesqieu.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που χρησιμεύει μόνο για να κρατάει κάτι, έχοντας δευτερεύοντα ρόλο σε μια κατάσταση, πράξη, κίνηση ή διαδικασία.
- Κράτα τον φακό να βλέπω...
- Πάλι εσύ θα σπάσεις το λουκέτο; Θέλω κι εγώ...
- Εσύ αγόρι μου είσαι γεννημένος βαστάντζος. Φέγγε τώρα...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άδικη εμπλοκή τρίτου προσώπου, με αρνητικά συνήθως αποτελέσματα για τον ίδιο, σε καταστάσεις που έχει προκαλέσει κάποιος άλλος.
Με συγχωρείτε, αλλά δε σκοπεύω να πληρώσω τα γαμησιάτικα τα δικά σας, παρατήρησε με έντονο ύφος ο φαντάρος στους υπόλοιπους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».
Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.
Got a better definition? Add it!
Ο απατεώνας, ο κομπιναδόρος. Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από την ισπανική έκφραση «la moya» που σημαίνει «η τάδε».
Τράβα να κάνεις δουλειά με τα λαμόγια και μετά έλα να μου κλαφτείς που σε δαγκώσανε. Θα φας κάτι κλωτσές.....
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.
Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.
- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !
Got a better definition? Add it!
Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
- Τι λέει ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε! Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλος, δεν την παλεύω με την καμία. Όλη μέρα δουλειά.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν
Got a better definition? Add it!
Ο αναξιόπιστος ή ο «χαμένος». Χρησιμοποιείται και σαν φιλική βρισιά.
- Πού ήσουν χτες ρε μαλάκα, σε χάσαμε.
- Εε, με ένα γκομενάκι είχαμε βγει.
- Έτσι, ε, ...κουφάλα, και στον φίλο σου κουβέντα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified