Selected tags

Further tags

Φλερτάρω και περιπτύσσομαι ερωτικά κατ' εξακολούθηση, συνήθως χωρίς σοβαρό σκοπό. Χρησιμοποιείται μειωτικά. Γράφεται και τσιλημπουρδίζω (το β' συνθετικό -μπουρδίζω, δέν σχετίζεται με το μπούρδα, αλλά μάλλον με το πορδίζω).

– Τον Φούλη και τη Φούλα τους βλέπω να βαράν διαζύγιο που λες...
– Γιατί;
– Ε άμα αρχίσει ο άντρας τα τσιλιμπουρδίσματα... Κάθε βράδυ και με άλλη τσούλα τριγυρνάει ο Φούλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλ: η κατσιβέλα. Ο αθίγγανος. Ο γύφτος με καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα.

Σε κάποιες περιοχές της χώρας ο πληθυντικός έχει μόνο θηλυκό και είναι άκλιτο ενώ γράφεται και προφέρεται κατσβέλ'.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται όπως και το γύφτος.

- Τι είναι αυτό το σπίτι ρε Μάκη; Πώς ζούν έτσι εδώ μέσα στην μπίχλα;
- Γάμσε τα... Σαν τις κατσβελ'...

Got a better definition? Add it!

Published

Οι όρχεις στην καθομιλουμένη. Η λέξη πιθανώς να ανακαλύφθηκε από αναγνώστη γνωστού περιοδικού στη στήλη «Γράμματά Σας».

Γενικότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απροσδιόριστος χαρακτηρισμός για μη-ακλόνητα στερεωμένα μικρά αντικείμενα που μπορούν να ταλαντεύονται.

Έχω ένα μικρό πρόβλημα με τον σκύλο μου και είμαι σε βαθιά απόγνωση. Kάθε φορά που κάνω έρωτα με τον φίλο μου (είμαι gay), o σκύλος μας (Aγ. Bερνάρδου) έρχεται και του γλείφει τα... καλαμπαλίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρνηση με τόνο περιφρόνησης. Το όνομα «Λάκης» διατηρείται ανεξαρτήτως του προσώπου που απευθυνόμαστε.

Μπορεί να συνοδευτεί με μικρό γέρσιμο του κεφαλιού προς τα εμπρός για να δείξει επιθετικότητα!

- Με πήρε η γκόμενα μου από Αυστραλία και μου είπε να την πάρω εγώ πίσω. Μου δίνεις μία το κινητό σου;
- Τσου ρε Λάκη!

(από stathisbsg, 02/02/10)(από Khan, 01/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιαζομαι με κάτι υπερβολικά. Η χαρά μου είναι πρακτικά ακράτητη.

- Το δες το νεο Mac Book air, Μάκη; Γαμάτο;

- Τι να σε πω ρε Μηνά.. αφού με ξες... Με αυτές τις γκατζετιές δεν χέζω και τα βρακιά μου.

Πού πας ρε Καραμήτρο να πηδήξεις, αφού δεν το σηκώνει ο οργανισμός σου. (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα του πεζοδρομίου, η πόρνη στο επάγγελμα. Χρησιμοποιείται επίσης ως χαρακτηρισμός για μια «εύκολη» γυναίκα.

Ο όρος προέρχεται απο τον Αθηναϊκό υπόκοσμο.

-Μη μπλέξεις μαζί της, ειναι γνωστή καλντεριμιτζού.

(από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η εθνική μας λέξη θα ήταν καλύτερο να λάμψει διά της απουσίας της...

Μα, τι σκέφτομαι ο μαλάκας. Αυτή η λέξη πάει παντού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι υπερβολικά ενεργητικός και πολυάσχολος με προφανή σκοπό να εντυπωσιάσω κάποιον.

Κάνω, ράνω, δείχνω τινά: είμαι περιποιητικός και προσφέρω υπηρεσίες προς κάποιον με τον ίδιο προφανή σκοπό.

  1. - Τον είδες Μάκη τον Bill Gates, ψε; Κύριος... Ήρθε, έκανε, έρανε, έδειξε κι έφυγε.

  2. - Πως πήγε ψε με το γκομενάκι, Μάκη;
    - Τζιφος φίλε. Στα καλύτερα την πήγα... Την έκανα, την έρανα, την έδειξα... Αυτή τίποτα... Καριόλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλώνει ανακούφιση ή και ενθουσιασμό (μετά απο δυσάρεστη περίοδο πίεσης, ανίας κλπ). Συνώνυμα: επιτέλους!, καιρός ήταν!, άιντε!

- Τα 'μαθες ρε; Σουτάρουνε τον θεολόγο γιατί την έπεσε λέει στην απουσιολόγο του βήτα τρία!
- Τι λε ρε μαλάκα! Δηλαδή, τέρμα οι δεκάλεπτες προσευχές κάθε πρωί;
- Τέλος!
- Ε, ανάσταση ρε πούστη!

(από xalikoutis, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified