Ο καθηγητής που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.
Ρε συ ξέρεις κανέναν καλό ιδιαιτερά για Φυσική;
Ο καθηγητής που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.
Ρε συ ξέρεις κανέναν καλό ιδιαιτερά για Φυσική;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!
Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.
«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex
Got a better definition? Add it!
Έκδηλος, σεσημασμένος.
-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!
Got a better definition? Add it!
Ολόγυμνος.
Λέγεται και τσιτσίδι (επίρρημα).
-Πήγε η πεθερά του απροειδοποίητα σπίτι του, και αυτός για να της την σπάσει και να μην το ξανακάνει, άρχισε να κυκλοφορεί μπροστά της τσίτσιδος!
-Σοβαρά;
-Αλήθεια σου λέω! Τσιτσίδι!
Got a better definition? Add it!
Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.
Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!
Got a better definition? Add it!
Η σκωραμίδα, το πλακουτσωτό δοχείο στο οποίο αφοδεύουν οι κλινήρεις ασθενείς.
- Αδελφή, φέρε μου την πάπια σε παρακαλώ. Θέλω να κάνω το χοντρό μου!
Got a better definition? Add it!
Κάνω τον αδιάφορο, τον άσχετο.
- Αμάν, οι μπάτσοι. Λες να μας πήρανε χαμπάρι;
- Κάνε την πάπια!
Got a better definition? Add it!
Παριστάνω τον άσχετο, κάνω την πάπια.
- Βοήθησε την κατάσταση, κάνε κάτι, εδώ καιγόμαστε και εσύ σφυρίζεις αδιάφορα!
Σχετικά λήμματα: Κινέζος, kinέζος, κάνω τον Κινέζο, παπί κινέζικο, πάπια, κάνω την πάπια, κάνω τον γερμανό
Got a better definition? Add it!
Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.
Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.
- Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
- Ωραίοος.
- Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.
Got a better definition? Add it!
Eυκαιρία, πολύ φθηνά.
— Με γεια το μηχανάκι. Το πήρες ακριβά;
— Μπά! Το πούλαγε ένας που είχε ανάγκη και το πήρα κοψοχρονιά!
Δες και μπιρ-μπαρά.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!