Διφορούμενη απειλή, θα μπορούσε να αναφέρεται σε:
Ή και σε συνδυασμό των δύο, βεβαίως βεβαίως.
- Θα σού ρίξω ένα.
- Θα μου κλάσεις δύο.
Διφορούμενη απειλή, θα μπορούσε να αναφέρεται σε:
Ή και σε συνδυασμό των δύο, βεβαίως βεβαίως.
- Θα σού ρίξω ένα.
- Θα μου κλάσεις δύο.
Got a better definition? Add it!
Θέλω η άποψή μου (να φύγουν οι αφγανοί από τον δεύτερο, να διώξει η διπλανή μου τον σκύλο της, να φύγει ο κάδος σκουπιδιών από την πόρτα μου) να αποκτήσει δημοκρατικό κύρος με το να την συμμερίζονται όσο το δυνατόν περισσότεροι. Συχνά βέβαια το «εκλεκτορικό σώμα» δεν έχει κανένα δικαίωμα να αποφασίζει για το προκείμενο θέμα (και τα τρία παραπάνω παραδείγματα).
Σημειώνω ότι δεν είναι σλανγκ έκφραση. Τότε γιατί την καταχωρώ εδώ; Κυρίως γιατί είναι πολύ πιο γνωστή από τη σλανγκ σημασία που σημαίνει «ετοιμάζομαι να απολυθώ»· την τελευταία τη γνωρίζουν μόνο οι έφεδροι στρατιώτες (ούτε καν οι μόνιμοι δεν την πολυλένε -και προφανώς, αφού αυτοί δεν απολύονται), και αν την πεις σε κάποιον μη στρατιωτικό αυτόματα θα καταλάβει τη σημασία που καταγράφω εδώ.
Ρε κλείσε τη μουσική! θα μαζέψουν οι γείτονες υπογραφές να με διώξουν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γαμίδι, το άντερο, το γαμημένο αυτό αντικείμενο που δεν μας κάθεται μανιτζέβελο τη στιγμή που το θέλουμε.
Πιάσε αυτό το κέρατο ρε συ για δεν το φτάνω...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που του αρέσει να πλασάρεται ως αριστερός (ή απλώς αυταπατάται), επειδή έτσι πρέπει (είναι ξερωγω της μοδός, πολίτικαλυ κορέκτ, πρέπει να κοροϊδέψει ώστε να τον ψηφίσουν, κλπ), έχει όμως συμπεριφορά ή/και background που θυμίζει μάλλον το αντίθετο. Πολλοί δε από δαύτους, όταν τους αποκαλέσεις έτσι απαντάνε πίπες τ. δεν είπε κανείς ότι αριστερός σημαίνει να είσαι φτωχός κλπ -και την χέζουν την συζήτηση χαλαρά.
Να σημειωθεί ότι, παρόλο που όλοι ξέρουν και αναγνωρίζουν τους τύπους αυτούς, όλοι κάνουν τα στραβά μάτια τελικά (και αρχικά).
Η έκφραση είναι παμπάλαια, παππουδισμός και βάλε.
Αμαν πια με ολους αυτους τους αριστερους της δεξιας τσεπης που οποιος δεν συμφωνει μαζι τους ειναι κομπλεξικος η κακος... (από το νέτι)
Αλήθεια γιατί ο “κύριος” Πρύτανης δε σπούδασε στην Κορέα ή στη Βενεζουέλα; Αριστεροί δεξιάς τσέπης ή αριστεροί του χαβιαριού... (από το νέτι)
- Ωραίος τύπος. Αριστερός, αλλά την καπνίζει την πουράκλα του, τρώει σε καλά ρεστωράν, ντύνεται πάντα στην τρίχα...
- Σιγά τον ωραίο τύπο, κλάσικ αριστερός της δεξιάς τσέπης.
Got a better definition? Add it!
Πρόσφατα ασχολήθηκα με την ομοηχία των λέξεων καραμπουζουκλής και μπουζούκι, εξηγώντας εδώ: 1, 2, 3, πως ουσιαστικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αφού το καραμπουζουκλής σημαίνει «μαυρομούστακος» (kara-biyik-li), το μπουζούκι είναι έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαίας ανατολικομεσογειακής περιφέρειας, της ευρύτερης οικογένειας των λαουτοειδών / πανδουροειδών / ταμπουροειδών και σημαίνει «μεγάλος (bozorg-i στα Περσικά) ταμπουράς» και ουδεμία σχέση έχει με το bozuk («χαλασμένο, κατεστραμμένο» στα τουρκικά), παρότι η ελληνοποιημένη λέξη μπουζούκι φαίνεται να συνηχεί καλύτερα (καλλίτερα) με το τουρκικό bozuk παρά με το πέρσικο bozorg-i, πλην όμως η ουσία και η αλήθεια είναι διαφορετικές από την απλή ομοηχία λέξεων.
Το ίδιο συνέβη και εδώ: 1, 2, όπου ανέλυσα πως ουδεμία σχέση έχει το υπόδημα (παπούτσι) του τύπου τσαρούχι, με το ομόηχο cirah-i που σημαίνει «πληγή» στα οθωμανικά/τουρκικά, και πως όταν οι παλαιότεροι έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», ουσιαστικά εννοούσαν πως «το στόμα μου έγινε cirah-i, δηλ. πληγή» και όχι φυσικά κάτι σαν το παπούτσι/τσαρούχι!
Σήμερα επανέρχομαι με κάτι πιο εξειδικευμένο που ομοίως λόγω της φαινομενικής ομοηχίας των λέξεων μάλλον δημιουργεί λάθος συμπεράσματα. Ειδικότερα, μια φίλη μου που διάβασε για το χαρέμι της οθωμανικής αυλής, εντόπισε τη λέξη χαλβέτ-ι και επ' ευκαιρία ανοίξαμε μια συζήτηση για το τι σημαίνει ετυμολογικο-ιστορικά, ποια η σχέση της λέξης με τον χαλβά που αρέσκοντο στο Τοπ-Καπί και τελικά με την λαϊκή λέξη χαλβάδιασμα;
Ας τα πάρουμε με την σειρά. Η khalwati (επίσης γνωστή ως khalwatiyya, khalwatiya, ή halveti, όπως είναι γνωστή στην Τουρκία) ήταν (είναι;) ισλαμική αδελφότητα των Sufi (tariqa), εξ ίσου δημοφιλής με τις αδελφότητες Naqshbandi, Qadiri και Shadhili. Το όνομά της προέρχεται από την αραβική λέξη khalwa, που σημαίνει: «μέθοδος της απόσυρσης ή απομόνωσης, αναχώρησης από τον κόσμο για μυστικιστικούς λόγους».
Η αδελφότητα ιδρύθηκε από τον Umar al-Khalwati στην πόλη Χεράτ, της μεσαιωνικής Khorasan (σήμερα δυτικό Αφγανιστάν). Ωστόσο ο Umar ήταν μαθητής του Umar Shirvani Yahya, ο οποίος ίδρυσε το «Way Khalwati» και είχε γράψει το λατρευτικό κείμενο Khalwatiyya. Η αδελφότητα αυτή ήταν πολύ ασκητική και μοναχική, σχεδόν ατομικιστική (zuhd), και ενίσχυε την αποχώρηση / αναχώρηση (khalwa) από τον κόσμο, γεγονός που τη διαφοροποιούσε από τις άλλες Σούφικες αδελφότητες (βλ. και το χρονολογικά προγενέστερο κίνημα των χριστιανών αναχωρητών στην έρημο).
Ας δούμε και το έτυμον της λέξεως, σε διάφορες αραβικές παραλλαγές:
1) عزلة : απομόνωση, προστασία της ιδιωτικής ζωής, μοναξιά, αποξένωση, μοναξιά
2) حدة: σοβαρότητα, ένταση, ευκρίνεια, εντατικοποίηση, οξύτητα, μοναξιά
3) وحدة: μονάδα, ενότητα, μοναξιά, κοινότητα
4) توحد: ομοιομορφία, μοναξιά, αλλά και συνταξιοδότηση
5) انعزال :απομόνωση, διαχωρισμός, μόνωση, αποκόλληση, απόσχιση, μοναξιά και
6) وحشة: μέριμνα, μοναξιά
Στο Σουφισμό, khalwa ήταν επίσης to μοναχικό καταφύγιο, στο οποίο ένας μαθητής / Σούφι (murid), αναχωρούσε για 40 ημέρες προκειμένου να κάνει εκτεταμένες πνευματικές ασκήσεις υπό την καθοδήγηση του δασκάλου του Shaykh, απ' όπου έβγαινε μόνον για να προσευχηθεί μαζί με το δάσκαλό του, για να συζητήσουν τα όνειρα και τα οράματά του. Αλλά και οι Δρούζοι μουσουλμάνοι το κύριο ιερό τους το ονομάζουν Khalwat al-Bayada.
Στην τουρκική προφορά και ορθογραφία η λέξη έγινε halvet, χαλβέτ-ι, και το λεξικό της τουρκικής γλώσσας, αφού παραπέμπει στις αραβικές ρίζες της λέξης, αναφέρει:
Την οθωμανική όμως περίοδο και ειδικά στο χαρέμι, όταν ο αρχιευνούχος ετοίμαζε μία κοπέλα για χαλβέτι με τον Σουλτάνο, εννοούσε μία ολόκληρη διαδικασία που είχε να κάνει με ζεστό μπάνιο στο χαμάμ και στη συνέχεια απομόνωση με το σουλτάνο, προκειμένου να ενωθούν εις σάρκαν μίαν και εάν ήταν «τυχερή» να μείνει έγκυος, θα αναβαθμιζόταν από haseki (επιλεγμένη) σε hatun (σύζυγο) και ενδεχομένως σε μητέρα διαδόχου valide (βασιλομήτωρ), οπότε ενδεχομένως να διοικούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία κάποια στιγμή. Επομένως η μόνη διέξοδος για μία ταλαίπωρη κοπέλα, που είχε αρπαχτεί και πωληθεί για το χαρέμι, ήταν είτε ο θάνατος, είτε να μείνει απλά «δούλη / kul» του χαρεμιού, είτε να προσπαθήσει να αναδυθεί μέσα από τη διαδικασία του χαλβέτ, όσο και εάν απεχθανόταν το μέρος που την είχε ρίξει η τύχη της (όμως δεν ίσχυε για όλες αυτό· πολλές όχι μόνον έμεναν με τη θέλησή τους, αλλά επεδίωκαν να ενταχθούν στο χαρέμι και από εκεί με σειρά από ίντριγκες, δολοπλοκίες και δολοφονίες να γίνουν Σουλτάνες αυτοκράτειρες).
Μία άλλη αραβικής προέλευσης λέξης που ομοηχεί με το χαλβέτ, είναι ο γνωστός μας χαλβάς, ή halawa, alva, halwo, haleweh, helwa, helava, helva, halwa, halua, aluva, chalva, chałwa, حلاوة, γλυκό πασίγνωστο σε όλη τη Μέση Ανατολή, τη Νότια Ασία, την Κεντρική Ασία, τη Δυτική Ασία, τη Βόρεια Αφρική, το Κέρας της Αφρικής, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, τη Μάλτα και τον εβραϊκό κόσμο.
Η λέξη χαλβάς (αραβικά: حلوى / halwa), σημαίνει «γλυκό», και χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένα είδη επιδορπίων που δεν είναι του παρόντος η παράθεση των συνταγών τους. Όμως συχνά λέμε και ακούμε το ρήμα και το ουσιαστικό: χαλβαδιάζω και χαλβάδιασμα εννοώντας: «κοιτάζω κάτι με θαυμασμό, το λιγουρεύομαι, ή ακόμα και παρατηρώ κάποιο άτομο με ερωτικές διαθέσεις, το ζαχαρώνω, το γλυκοκοιτάζω».
Αν ισχύει το έτυμον του χαλβαδιάσματος από τον χαλβά (γλυκό), τότε όντως η έκφραση σημαίνει πως «γλυκοκοιτάζω». Γιατί όμως «γλυκοκοιτάζω ερωτικά»; μήπως εμπλέκεται και ο σχεδόν ομόηχος όρος χαλβέτ, που κατ' επέκταση σημαίνει πως γλυκοκοιτάζω, αλλά με διάθεση απομόνωσης του ατόμου γιατί έχω ερωτικές προσδοκίες από την απομόνωση αυτή, όπως είχε ο εκάστοτε σουλτάνος με τις haseki / επιλεγμένες; Ή μήπως οι λέξεις και οι εκφράσεις χαλβαδιάζω, χαλβάδιασμα κ.λ.π είναι ο απόηχος των οθωμανικών helva sohberlri (κουβέντες του χαλβά) που ήταν γνωστή συνήθεια των συντεχνιών φουτουββέτ και είχε διαδοθεί περαιτέρω στους αξιωματούχους του κράτους και στα ανώτερα και μέσα κοινωνικά στρώματα, όταν έκαναν βεγγέρες στα σπίτια ιδιαίτερα τον χειμώνα;
Από τα τέλη Δεκεμβρίου έως τα τέλη Mαρτίου (περίοδος ερμπαΐν, 40 μέρες μετά την 21 Δεκεμβρίου, και χαμσίν, άλλες 50 μέρες) οι εύποροι μουσουλμάνοι έκαναν υπέρ της υγείας τους θυσίες (κουρμπάν) -συνήθως προβάτων- και επιδίδονταν στην οργάνωση νυκτερινών συγκεντρώσεων που αποκαλούνταν «κουβέντες του χαλβά». Περισσότερο μεγαλόπρεπες ήταν οι συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνταν σε κονάκια των βεζίρηδων και ανώτατων αξιωματούχων, δεδομένου ότι θεωρούνταν μεγάλο κοσμικό γεγονός.
Mε τον τρόπο οργάνωσης αλλά και με τα μέσα διασκέδασης και τα εδέσματα που προσέφεραν, ορισμένες από τις συγκεντρώσεις αυτές, ήταν πιο σημαντικές και από τις γαμήλιες γιορτές ή τις γιορτές περιτομής (σουνέτ). Προσκαλούνταν ποιητές, στοχαστές, μουσικοσυνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές και ήταν ευκαιρία για πολλούς ευγενείς την καταγωγή και τους τρόπους (κιμπάρηδες) να επιδείξουν τα πλούτη τους, συναγωνιζόμενοι μεταξύ τους και ψάχνοντας, χαλβαδιάζοντας νύφη!
Οι ποιητές που παρευρίσκονταν, συνέθεταν ειδικά στιχουργήματα (κασιντέ) για κάθε μια από τις συγκεντρώσεις που καλούνταν να συμμετάσχουν. Ενίοτε «κουβέντες του χαλβά» διοργάνωνε και ο ίδιος ο σουλτάνος στα ανάκτορα, στις οποίες προσέρχονταν οι κυβερνητικοί παράγοντες. Στα κονάκια και τα σαράγια των πλουσίων μεταξύ των καλεσμένων παιζόταν το παιχνίδι που αποκαλούνταν «μετακόμισε το χωριό», αλλά και το «δακτυλίδι», ο «μύλος» κ.ά.
Κατά περίπτωση, συγκεντρώσεις γίνονταν και προς τιμή ξένων πρεσβευτών, προς εντυπωσιασμό των οποίων υπήρχε ορχήστρα με 50-60 μουσικά όργανα. Στο τέλος της εκδήλωσης δίδονταν στους προσκαλεσμένους και τους αναμένοντες στην πόρτα τσαούσηδες και λοιπά μέλη της συνοδείας του πρεσβευτή σαν δώρα, γούνες.
«Κουβέντες του χαλβά» γίνονταν αποκλειστικά και για γυναίκες. Στην περίπτωση αυτή τις δαπάνες οργάνωσης μπορεί να τις αναδεχόταν ένα άτομο, η οικοδέσποινα, μπορεί όμως και να κατανέμονταν μεταξύ των οργανωτριών. Στις συγκεντρώσεις αυτές προσφέρονταν διάφορα εύγευστα εδέσματα, παραγεμιστές γαλοπούλες, μπουρέκια (διάφορες πίττες) και γλυκά όπως ρεβανί, κανταΐφι, μπακλαβάς, εκμέκ με καϊμάκι, σερμπέτια και η σπεσιαλιτέ της Κωνσταντινούπολης ο περίφημος μποζάς (παχύρρευστο παρασκεύασμα από εκχύλισμα κριθαριού).
Πραγματική ιεροτελεστία ήταν η παρασκευή με μεγάλη επιδεξιότητα του χαλβά που προσφερόταν και από αυτόν είχαν λάβει το όνομά τους οι συγκεντρώσεις αυτές. Επρόκειτο για τον περιώνυμο κετέν χαλβά (ψιλός χαλβάς του λιναρόσπορου) από ζάχαρη. Άρχιζε από μια δοξαστική ωδή και συνέχιζε κατά τη διάρκεια της παρασκευής με τραγούδια των παρισταμένων και αινίγματα που έλυναν μεταξύ τους, σαν το παρακάτω τραγούδι που είχε ηχογραφήσει η περίφημη Ζεχρά Μπιλήρ το 1935 και βρήκα σε cd της KALAΝ:
Κάτω απ' τα τσαντήρια είναι ωραία,
έγνεψα στην αγάπη την παλιά.
Θυσία η μάνα μου, θυσία κι εγώ
για την αγάπη με τα ρούχα τα καλά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Το μαύρο πρόβατο έχει κρέας με την οκά,
όταν το καβουρντίζεις έχει νοστιμιά
και η κόρη που παντρεύεται τον χήρο
δεν πεθαίνει αλλά πονάει στην καρδιά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Του σπιτιού είναι η κολόνα,
καρπός πιο λευκός κι από τα χιόνια
Κι εκείνος που χωρίζει απ' την αγάπη του,
η καρδιά του καίγεται στα χρόνια.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά
Στις συγκεντρώσεις αυτές που οργάνωναν, όπως ήταν επόμενο και οι αδελφότητες των συντεχνιών, εκμισθώνονταν και οργανοπαίχτες, μίμοι, παραμυθάδες κ.ά. Γι' αυτό οι «κουβέντες του χαλβά» συνεχίστηκαν μέχρι την οριστική κατάργηση των συντεχνιών και το ατόνισμα του συνοικεσίου με επίδειξη της νύφης προς τον καλοβαλμένο γαμπρό!
Βιβλ.: N. Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα III, Πανεπ. Παραδόσεις, Πάντειο
Δημ. Σταθακόπουλος, Ιστορικές και κοινωνικές δομές του μουσικού θεάματος και ακροάματος στην οθωμανική αυτοκρατορία – η συμβολή των ρωμιών, Πάντειο 2009
Είσαι για χαλβέτι ;-)
Μα τι χαλβάς είσαι;
Την/τον/το χαλβαδιάζω συνεχώς...
Got a better definition? Add it!
Συχνά λέμε ή ακούμε την έκφραση: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», εννοώντας ότι έγινε στυφό, ξερό, σχεδόν πληγιασμένο.
Αυτομάτως ωστόσο ο συνειρμός είναι πώς το στόμα μας έγινε κάτι σαν παπούτσι, σκληρό, σαν σόλα. Είναι όμως έτσι; Αυτό εννοούσαν οι παλαιοί όταν έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι»; Για άλλη μια φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται και φαίνονται. Ένα παλαιό είδος υποδήματος (οθωμανικά: papuç / παπούτσι ) ήταν το çarık,το γνωστό μας τσαρούχι, το οποίο μοιάζει να συνηχεί με την ομοίως οθωμανική λέξη cariha που σημαίνει πληγή. Επομένως όταν οι παλαιοί έλεγαν: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι / cariha», δεν εννοούσαν πώς έγινε παπούτσι, αλλά πώς ξεράθηκε, έγινε στυφό και πλήγιασε.
Το στόμα μου έγινε τσαρούχι, ξεράθηκε και ελλείψει σάλιου πλήγιασε...
Got a better definition? Add it!
Το πρόθεμα καρα- έχει βασικά την έννοια της μαύρης απόχρωσης, αλλά στην ελληνική γλώσσα έχει και μια επιτατική εμφατική έννοια, που σημαίνει: πολύ & έντονο.
Βıyık, στα τούρκικα (και όχι büyük = μεγάλο), σημαίνει μουστάκι. Έτσι λοιπόν kara-bıyık-li, και ελληνοποιημένα καραμπουγιουκλής, καραμπουζουκλής, σημαίνει μαυρομούστακος, ή ο έχων μέγα μύστακα, επειδή δε το μουστάκι συνδεόταν με την ανδροπρέπεια, κατ' επέκταση το καραμπουζουκλής σημαίνει και τον έντονα ανδροπρεπή!
Από την ίδια ρίζα βγαίνει και το επώνυμο Μπουγιουκλάκης / Βουγιουκλάκης.
Got a better definition? Add it!
Ο γκαούγκαλος και ανθηρόστομος Ελλαδιστανός κουραδόμαγκας. Συχνά χρησιμοποιείται από βάζελους σε βάρος γαυραίων.
Εκ της πειραϊκής τρούμπας, κι ότι αυτή συνεπάγεται.
Εναλλακτικά: τρουμπάτος.
- Ο Βαγγέλης [Μεϊμαράκης] όφειλε να απαντήσει με αγωγές, όχι να απειλεί τον Νίκο σαν τρουμπαίος!
(Τράγκας, Real FM, σήμερα)
- Ειναι κλασσικος σιχαμενος τρουμπαιος. Εχει διπλα του ολη τη βρωμα (...) Λαμογιες, πουστιες, ψευτομαγκιες μπας και τα προβατα τον ακολουθησουν... (εδώ)
- Μαλάκα καταντάς ανυπόφορος, γνήσιος τρουμπαίος και ας ζεις στην αλλοδαπή , δεν κάνεις κάτι για να αλλάξεις αλλά κατηγορείς εμάς ως κάφρους και όλο λάδι στη φωτιά ρίχνεις.
(εκεί)
Got a better definition? Add it!
Μας το λένε όταν, παρόλο που ξέρουμε κάποιον απ' έξω κι ανακατωτά (κυρίως επειδή τον ξέρουμε πολλά χρόνια), του λέμε / κάνουμε κάτι τόσο διάφωνο με τον χαρακτήρα του, τις ιδέες του, τη συμπεριφορά του κλπ. λες και τον περνάμε για κάποιον άλλον.
- Ξεκόλλα ρε συ, τά 'πες μια, τά 'πες δυο, σώνει!
- Μα του εξηγώ τόσες ώρες και δεν νιώθει!
- Τι να νιώσει ρε μαλάκα, αφού το άτομο είναι αλλού, τώρα τον γνώρισες;
- Αγάπη μου, σου έχω ένα δώρο.
(η αγάπη το ανοίγει και φρικάρει):
- Ρε Στέλιο, αφού δεν φοράω κοσμήματα... τι το πήρες αυτό;
- Μα νόμιζα...
- Τι νόμιζες... Τώρα με γνώρισες;;;
Got a better definition? Add it!
Είναι οι γνωστοί ηλίθιοι στη ζωή μας, που έχουν άποψη επι παντός επιστητού, χαίρεσαι να συζητάς μαζί τους (αλληγορικά το λέω), αυτοί που τα ξέρουν όλα, πάντα είναι με το χαμόγελο και τον σαρκασμό, σου μιλούν κοροϊδευτικά χωρίς να τους έχεις δώσει κανένα δικαίωμα, και αν δεν το κάνουν είναι γιατί τους έχεις κόψει το βήχα ή θέλουν να παριστάνουν τους καλούς ανθρώπους.
Έλα όμως που αυτοί, έχουν απολαβές και τους πάνε ευνοϊκά τα πράγματα σε αυτόν τον μάταιο κόσμο που ζούμε, διότι ως γνωστόν οι φελλοί επιπλέουν.
Είδες ρε τη κυρα μαγδάλω, την πεθερά μου; Και καλό γαμπρό βρήκε η κόρη της και παντρεύτηκε, και κουβαλητή, δουλευταρά, (όλο καμάρι) και μορφονιό ε; και με περιουσία ε; και πάλι δεν είναι ευχαριστημένη ρε, και πουλάει τρέλα η κάμπια, άσε με ρε να πούμε, εδώ τον άντρα της, του έχει πιει το αίμα, έχει λιώσει στη δουλειά ο άνθρωπος, να της κουβαλάει να τρώει, όλο μάσα και καλοπέραση είναι η βουβάλω, έχει γίνει οχτακόσια κιλά, αλλά τι να πεις ρε φίλε... είναι αυτό που λέμε: με την τρελάρα της γεμίζει την κοιλάρα της.
Got a better definition? Add it!