(ειρωνικό): Αγόρια.
Κορίτσια, άντε, οργανωθείτε, πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους, τέσσερις ώρες το λιβανίζουμε το θέμα...
(ειρωνικό): Αγόρια.
Κορίτσια, άντε, οργανωθείτε, πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους, τέσσερις ώρες το λιβανίζουμε το θέμα...
Got a better definition? Add it!
Πρόσταγμα ή προτροπή που προτρέπει τον πλησίον να αφήσει τα δύσκολα μονοπάτια, και να κάνει κάτι ευκολότερο από αυτό των δυνατοτήτων του. Εμπνευσμένο από το γνωστό παιχνίδι μπουλώ (bouleaux) ή αλλιώς γνωστό ως πιλλότα, όπου το να παίξεις τα κόζια ή αλλιώς ατού, δείχνει την σίγουρη και απλή κίνηση.
- Σήμερα άμα πάμε για μπάλα, θα παίξω στόπερ...
- Ρε παίξε κόζια, που θες να παίξεις στόπερ, μέχρι χτες δεν ήξερες τι σχήμα έχει η μπάλα...
Got a better definition? Add it!
Τι είπες; Όχι;
Οχιά και Κόμπρα! Θα μου πεις εμένα όχι..
Οχιά και τούνεση. Ακούς εκεί.
Όταν το όχι το δικό μας, κάνει τον άλλο τούρμπο, τον βουρλίζει, τον βγάζει εκτός εαυτού.
Ναι!!, είπε η Πάμελα. Όχι!!, λέει ο Ρότζερ. Τι είπες; Όχι;.. Οχιά και κόμπρα!
Got a better definition? Add it!
Προσφώνηση κατά τα λεβέντη μου, μανάρι μου, παπάρι μου, που παραπέμπει στις εποχές του ραγιαδισμού της Τουρκοκρατίας (και είναι ωσεκτουτού επίκαιρη σε εποχές νεοραγιαδισμού). Με την έκφραση αυτή εξαίρουμε, τιμούμε τον συνομιλητή κυριολεκτικά ή ειρωνικά και δηλώνουμε με υπερβολική έμφαση είτε ότι θα τον περιποιηθούμε πολύ είτε ότι ήδη τυγχάνει αντικείμενο περιποίησης.
Ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις (που δεν εξαντλούν επ' ουδενί τις χρήσεις της έκφρασης):
- Κοπέλα διεκδικεί να γίνει Ελλεεινίδα παλαιάς κοπής και θέλει με την προσφώνηση να καθιερώσει με τον καλό της μια σχέση όπου θα τον περιποιείται και θα τον έχει στα όπα όπα με μασάζ στα Γιάννενα, ώστε να μπορεί καλύτερα να τον μανιπουλάρει.
- Υπονοούμε ότι ο συνομιλητής μας είναι υπερβολικά καλομαθημένος βουτυρομπεμπές φλωράτσας και τον ψέγουμε έμμεσα που δεν είναι πιο ψημένος στην ζωή ώστε μέσω της εμπειρίας του να μπορεί να κρίνει καλύτερα μια κατάσταση. Γενικότερα ειρωνευόμαστε κάποιον για την μαλθακότητά του ή την έλλειψη επαφής του με την πραγματικότητα.
- Καλοπιάνουμε κάποιον ώστε να μπορέσουμε να τον θάψουμε πιο απολαυστικά και τσουχτερά σε δεύτερη φάση.
- Τίποτε από όλα τα παραπάνω δεινά. Απλώς θέλουμε να περιποιηθούμε έναν φίλο και υπογραμμίζουμε αυτό το κιμπαριλίκι μας.
- Η, ακόμη πιο απλά, το χρησιμοποιούμε ως γενικότατη τιμητική προσφώνηση, όπως και το αντίστοιχο αφέντη μου, που λένε στα Επτάνησα, επειδή θεωρούμε ότι δίνουμε αξία έτσι στον συνομιλητή ή απλώς αντιγράφουμε ή ειρωνευόμαστε μεγαλύτερους σε ηλικία που το συνηθίζουν.
Πάσα (Δ.Π.): Βράσταμαν.
Προτείνω πασάκα μου να φτιάξουμε για να πρωτοπορούμε διεθνώς και κόμμα κωλομπαράδων (Πασάκα μου!)
Για το γεγονός ότι δεν κάνει δίαιτα δικαιολογήθηκε: [...] «Αφού μου λένε οι γυναίκες “πασάκα μου μια χαρά είσαι”… Όσο ήμουν νέος, αδύνατος και ανύπαντρος, τίποτα!» (Εδώ).
ελα πασακα μου θεσ/νικη να σε φτιαξω
πρωτη μουρη θα σε εχω παντου
μες τα μουνια θα εισαι...
ελα πασακα μου να ανοιξεις οσα μπουκαλακια θες τσαμπανταν
ελα πασακα μου
δινε εσυ τετοια σημεια αγορινα μου και οτι σαλονικιοτικο μουνι θες στο πουτσο σου τον αεκτσιδικο θα στο φερω (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αναφέρομαι σε κάτι ή κάποιον με έντονες δόσεις υπερβολής. Μεγαλοποιώ καταστάσεις.
- Θυμάσαι τον Θανάση τον Καραγκούνη που τον είχαμε στις ακαδημίες, στην Άμφισσα; Μεγάλη μπάλα ρε, έβαζε πάνω από 30 γκολ τη σεζόν, μοίραζε ασίστ, τους πέρναγε σαν σταματημένους. Και τώρα δες τονα, Εθνική Ελπίδων, μετά ανδρών και σε λίγο να δεις που θα τον ζητάει και η Μάντσεστερ.
- Καλά εντάξει, μη τα φουσκώνεις. Καλό παιχτάκι ήτανε αλλά όχι κι έτσι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που χαλάει τη σάλτσα. Μπορεί να την χαλάσει «κόβοντάς» την, αραιώνοντάς την με παραπάνω νερό απ' όσο πρέπει, ρίχνοντας πάρα πολύ αλάτι, κλπ. Δεν μας ενδιαφέρει πώς θα την χαλάσει όμως. Μας ενδιαφέρει κυρίως το τι σκατά σάλτσα είναι αυτή και ωσεκτουτού πόση σημασία έχει αν θα χαλάσει.
Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις σάλτσας:
α. σάλτσα = μπούρδα, κάτι το περιττό, διακοσμητικό, επουσιώδες. Πρόκειται δηλαδή για τη σάλτσα που δεν είναι απολύτως απαραίτητη για ένα έδεσμα. Θα μπορούσαμε να το φάμε και σκέτο στην ανάγκη. Πχ. μπιφτέκι στη σχάρα σκέτο, χωρίς σως ροκφόρ.
Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω άτομο χαλάει κάτι που δεν είναι άξιο λόγου, άρα και η όλη του ενασχόληση και στάση απέναντι σε αυτό είναι επίσης ανάξια λόγου.
Άρα ο σαλτσοχαλαστής είναι εδώ κάποιος που κάνει σαματά για κάτι που δεν ενδιαφέρει.
β. σάλτσα = διακόσμηση, περιτύλιγμα, ωραιοποίηση, πρόσχημα, βοήθημα. Η σάλτσα αυτή δεν αποτελεί μεν το κυρίως φαγητό (αυτό που καλούμαστε όπως και δήποτε να φάμε), αλλά βοηθάει να το καταπιούμε. Είναι η συνηθέστερη μορφή σάλτσας. Το νέτο σκέτο έδεσμα (πχ. σκέτο το μακαρόνι, σκέτη η πριτσόλα, σκέτο το πσάρι) συνήθως ΔΕΝ τρώγεται (είναι αηδία, κολλάει στον λαιμό, μποχάει κλπκλπ).
Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, ο σαλτσοχαλαστής καθιστά ανάντεχα στρέιτ τη μπουκιά μας, μας αποκαλύπτει δηλαδή μια ουσία, μια βάση, την οποία δεν μπορούμε να δεχτούμε καθόλου εύκολα.
Και πάλι ο ρόλος του σαλτσοχαλαστή είναι σχετικός: το ότι ξεσκεπάζει την ουσία της μπουκιάς, σημαίνει πως:
ι. ξεσκεπάζει κάτι βρωμερό -και πιθανόν επικίνδυνο- που καλώς δεν θα φάμε τελικά, ή
ιι. ξεσκεπάζει κάτι το ωφέλιμο το οποίο, τελικά, κακώς κάκιστα δεν θα φάμε.
Η αλήθεια τείνει προς το ιι, καθότι ξέρουμε καλά πως το βρωμερό κι επικίνδυνο μπορεί να μας αποκαλυφθεί εγκαίρως παρά τη σάλτσα, ενώ ό,τι μας ωφελεί πραγματικά δεν είναι από μόνο του προκλητικό...
γ. σάλτσα = πεμπτουσία. Η σάλτσα αυτή βγαίνει από τα εκχυλίσματα της βασικής τροφής και περιέχει συμπυκνωμένη τη νοστιμιά της και την θρεπτική της αξία.
Εδώ ο σαλτσοχαλαστής καταστρέφει το ουσιώδες, και τελεία και παύλα.
Όλ' αυτά υπόκεινται με τη σειρά τους στην υποκειμενική μας κρίση για τη σάλτσα. Δηλαδή κάποιος μπορεί να θεωρεί μια σάλτσα ουσιώδη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ό,τι επουσιωδέστερο -και πάει λέγοντας, κάντε τους συνδυασμούς αυτούς μόνοι σας τώρα.
Συμπέρασμα: κανένα. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το.
===
Σ.σ.: τη λέξη συνάντησα σε κείμενο (μετάφραση) του Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος πολύ την αγαπάει. Δεν την έχω ξανακούσει, αλλά επαΐοντες σαν τον Σάραντ ή τον Χότζα ή τον Μπέτα ή το έρμο το Πονηρό που το έφαγε η μαύρη μαρμάγκα μπορούν πιθανόν να με βοηθήσουν να συμπληρώσω τον ορισμό ή το παράδειγμα.
Θ' ανάψει η ρουκέτα και ίσως να μην προφτάσει να καεί ολόκληρη. Κάτι τέτοιους σαλτσοχαλαστές ο λαός ούτε θέλει να τους ακούσει προς το παρόν.
(από τους Αδελφούς Καραμάζοβ, μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου)
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στις εξής περιπτώσεις:
Για οτιδήποτε έχει υψηλές επιδόσεις, όπως ένας αθλητής, ένα αντικείμενο που κάνει καλή δουλειά κτλ.
Το λέμε σε κάποιον για να τον πικάρουμε σε περίπτωση που δεν κατάλαβε ή κάνει πως δεν κατάλαβε αυτό που του λέμε (βλέπε την ομώνυμη διαφήμιση με την πιστωτική κάρτα).
2α. - Πωπω, αυτός ο Messi τι δυναμίτης είναι ρε φίλε; Μία ομάδα μόνος του.
2β. - Είδες τους καινούργιους 16πύρηνους επεξεργαστές; Δυναμίτης σου λέω, με έναν τέτοιο θα πηγαίνει σφαίρα το μηχάνημα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ότι έχει υψηλές επιδόσεις. Αναφέρεται σε αμάξια, υπολογιστές κτλ.
- Του άλλαξα μοτέρ και του έβαλα 250 άλογα. Μετά τα έσκασα για μεγάλη μπούκα πίσω, σκούπα και χταπόδι. Πάει σφαίρα το εργαλείο, καύλα είναι.
- Με 8GB RAM, Quad Core και 2GB κάρτα γραφών θα σου πηγαίνει σφαίρα. Δεν θες κάτι άλλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω κάποιον να ενοχληθεί με τα λόγια ή τις πράξεις μου.
(απ' το βικιλεξικό)
- Ξαδερφούλα, πως ντύθηκες έτσι με σούπερ-μίνι να πας για καφέ; Θα σε λένε ξέκωλο στο δρόμο.
- Έλα μωρέεε, σταμάτα να με πικάρεις!
- Άστο ρε το παιδί. Μην τον πικάρεις άλλο. Τον έχεις ταράξει στις φάπες. Άμα εξαγριωθεί καμιά μέρα θα πέσουνε μπουνιές.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από την σύνθεση των λέξεων «σεξ» και «βόμβα». Είναι η γκόμενα η οποία είναι μούναρος και ταυτόχρονα δείχνει ότι μπορεί να σε βάλει κάτω και να σου πετάξει τα μάτια έξω.
- Τελικά η καλύτερη γκόμενα που είχα ήταν η Γιώτα.
- Πως ήτανε; Δεν την είχα δει.
- Άστο φίλε. Ήταν ξανθό τούμπανο και θύμιζε την Πετρούλα Κωστίδου. Μιλάμε για την απόλυτη σεξοβόμβα, τι να σου λέω τώρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified