Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.
Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.
Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.
Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.
To θηλυκό στην Κρήτη απαντάται και κοράσι κυρίως για μικρές ηλικίες
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.
- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.
- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αντρικό γεννητικό μόριο, αλλά λέγεται και γενικά για άντρα. Το λέμε και λαμπάδα.
Καλά, είπαμε να βγούμε για γκόμενες και ήρθαμε εδώ που είναι μόνο κοντάρια μαζεμένα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ακυρώνω, παρατάω, αφήνω στα κρύα του λουτρού.
Τον περίμενα μέσα στο κρύο μέχρι τις 10 και δεν ήρθε. Με γείωσε ο μαλάκας.
Ήταν να πάμε για ποτάκι, αλλά το γειώσαμε...
Got a better definition? Add it!
Μπανίζω, βλέπω, παίρνω μάτι.
Την είδα που με κόζαρε από το απέναντι τραπέζι και της έστειλα λελούδια.
Got a better definition? Add it!
Ο σκράπας, ο κακός μαθητής, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως.
- Μήδεν στα θρησκευτικά ρε;! ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ;! «ΣΛΑΠ!» Κουμπούρα!
Got a better definition? Add it!
Παίρνω πρέφα / χαμπάρι, είμαι ενημερωμένος σε κάποιο αντικείμενο, γνωρίζω. Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά για κάποιον που δεν πληρεί τα προαναφερθέντα.
- Καλά και θα πας μέχρι εκεί για να του αλλάξεις εσύ την ώρα στο PC του;
- Αφού δε σκαμπάζει μία από κομπιούτερς!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.
Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...
Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!