Selected tags

Further tags

Αυτός που αυνανίζεται. Πλέον, στατιστικώς αποδεδειγμένα, η λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στο λεξιλόγιο κάθε Έλληνα που σέβεται τον εαυτό του. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα έχει και αρνητική χροιά αλλά κυρίως χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση.

Πού είσαι ρε μαλάκα!! Τρεις μήνες έχω να σε δω... Μου έλειψες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταφέρνω, τα φέρνω βόλτα, αντέχω. Προέρχεται από τον συνδυασμό μπάλας και παλεύω. Χρησιμοποιείται και σαν ειρωνικό σχόλιο προς του Θεσσαλονικείς που προφέρουν έντονα το «π» και ακούγεται σαν «μπ».

- Ρε φίλε σου λέω δεν τη μπαλεύω άλλο εδώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκα με ιδιαίτερο γούστο στις ενδυματολογικές της επιλογές, οι οποίες οπωσδήποτε αναδεικνύουν τα φυσικά της χαρίσματα.

Πολύ ξέκωλο αυτή η Ντίνα... είδες το μίνι που φόραγε προχτές;

(από xalikoutis, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέγιστο παράδειγμα ηλίθιας έκφρασης που, μερικές φορές, σημαίνει «αποκλείεται» με έντονα ειρωνικό τόνο, αλλά συνήθως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Το άτομο στο οποίο απευθύνεται η έκφραση οφείλει να συμπεράνει:

  • απολύτως τίποτα για τον εαυτό του και
  • πως ο συνομιλητής του είτε είναι ελληνάρας, είτε περνάει στιγμιαία κρίση ταυτότητας, είτε είναι αφηρημένος, είτε έχει βαρεθεί τη μίζερη / αδιέξοδη ζωή του και πρόκειται να αυτοκτονήσει σύντομα.

Τι θες, βόλτα;;; Τσίμπα ένα αρχίδι!

(από protnet, 29/09/10)(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς (παραλλαγή: ντιπ-για-ντιπ.)

Είσαι ντιπ-για-ντιπ μαλάκας;

Βλ. και μπίτι, μπήτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς-παντελώς ηλίθιος! Ο απόλυτα εγκεφαλικά νεκρός.

- Την κάνουμε;
- Καλά, είσαι ντιπ στόκος μιλάμε! Τώρα που γεμίζει το μαγαζί ρε;

Βλ. και... παράγωγα: ελ στοκαδόρ, στοκαμπίλιτι, Στόκεμον, καθώς και μπετόβεργα, γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχεδόν-παντελώς ηλίθιος, αυτός που δεν παίρνει από λόγια.

- Καλά, είσαι εντελώς βλήμα ναουμ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνω εκτος εαυτού, τρελαίνομαι. Ελεεινή slang μεσων '80 -και αυτή με αρκετή πέραση στις σχετικές άθλιες βιντεοταινίες...

- Δε μπορώ ρε μάγκα άλλο αυτή τη δουλειά, φλιπάρω κάθε που μπαίνει πελάτης!

Κατσιμηχέσω: "Βοήθεια, χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκλείεται. Με τίποτα, σε καμμιά περίπτωση (slang παλιάς φρουράς).
Παραλλαγές: με τίποτα, με καμιά κυβέρνηση, ούτε με χειροβομβίδες, ούτε με ενέσεις.

- Πάμε ρε μαλάκα γήπεδο!
- Ούτε με σφαίρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified