Selected tags

Further tags

Κουτάκι σε δημοσκόπηση, αγαπημένο των αναποφάσιστων και των βαριεστημένων.

Η έκφραση από τις δημοσκοπήσεις πέρασε σαν ψιλοσλανγκ στην καθομιλουμένη εννοώντας:

α) γνωρίζω σχετικά με αυτό που με ρωτάς, αλλά για κάποιον από τους ακόλουθους λόγους

  • βαρεμάρα (όπως και στις δημοσκοπήσεις),
  • γιατί μπορώ (όπως και στις δημοσκοπήσεις),
  • γιατί δεν είναι δουλειά σου,
  • γιατί δεν με συμφέρει,

αρνούμαι να απαντήσω

β) μας σκότισες τα ρκίδια, με έπρηξες, οπότε σε οτιδήποτε ρωτήσεις ή σε οποιαδήποτε προσπάθεια για κουβέντα, σε γειώνω με την ανωτέρω έκφραση.

Στον γραπτό λόγο η έκφραση συρρικνώνεται στο ακρώνυμο ΔΞ/ΔΑ.

- Δεν μου λες, εσύ δεν τραβιόσουνα με το Μαράκι ένα καιρό;
- Δεν γνωρίζω δεν απαντώ...

(από electron, 29/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγανάκτηση, οργή, διάθεση αντεκδίκησης, πείσμα

Η λέξη εντοπίζεται στην αλβανική και την τουρκική με την ίδια σημασία.

Προέρχεται από τις πρώτες δυο λέξεις του 2ου ψαλμού του Δαβίδ, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα: Ἵνα τὶ (οἱ λαοὶ ἐμελέτησαν μάταια)

- Μ' έπιασε γινάτι: πείσμωσα, αγανάκτησα.

- Το έκανα από γινάτι: το έκανα από πείσμα, ως αντεκδίκηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονη επιθυμία, με απόχρωση πείσματος, αγανάκτησης ή εκδικητικής διάθεσης. (Για την τελευταία σημασία, εναλλακτικώς: γινάτι)

Η λ. εντοπίζεται με την ίδια σημασία στα αλβανικά, merak και ρήμα merakosem, επιθυμώ διακαώς, πεισμώνω κ.ο.κ. και στην τουρκική merak = περιέργεια, αγωνία, άγχος αλλά και έντονη επιθυμία, π.χ. meraksiz αδιάφορος (η συνύπαρξη πρόσθιου και οπίσθιου φωνήεντος συνηγορεί υπέρ της ΜΗ τουρκικής προέλευσής της. Είναι μάλλον παλαιο-περσική).

  1. Έχει μεράκια και ξέσπασε στο μπουζούκι του. Όλη μέρα τραγουδάει.

  2. Έχω μεράκι να πάω ένα ταξίδι.

  3. Είναι μερακλής στη δουλειά του. Ό,τι πιάνει το κάνει τέλειο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζόρικος, ο νταής, ο βαρύς. Κατ' άλλους, ο αποτραβηγμένος πρώην μάγκας, η ήρεμη δύναμη, αυτός που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα πλέον, αλλά όλοι ξέρουν περί τίνος πρόκειται.

Ο όρος είναι καθαρά ρεμπέτικος και προέρχεται από το τούρκικο siret (δύστροπος).

Αξίζει να σημειωθεί ότι σερέτες δεν υπάρχουν πια (είχαν την ίδια τύχη με τους μάγκες), οπότε οποιαδήποτε σημερινή έκφανση θα είναι λογικά φτηνή απομίμηση και στο όνομα κάποιας πεζής σκοπιμότητας.

- Ρε Μήτσο, φώναξε τον πιτσιρικά να μας φέρει γρήγορα άλλη μια Moet, για να μην τα κάνω όλα μπουρδέλο εδώ μέσα να πούμε.
- Τι έπαθες ρε μαλάκα; Πολύ σερέτης μας το παίζεις σήμερα.
- (ψιθυριστά) Σουτ, σκάσε ρε μαλάκα μπας και βγάλω κανα γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχουμε παραφάει, δεν χωνεύουμε πολύ εύκολα... Καμιά φορά πάμε να ρευτούμε, αλλά αντί για αέρα βγαίνει μια ξινίλα, δηλαδή λίγο από το φαγητό (το οποίο προφ και ήταν πολύ νόστιμο τη στιγμή που το τρώγαμε -γι' αυτό και το χλαπακιάσαμε και μας τιμώρησε... μας βγήκε ξινό, τελικά).

Μεταφορικά τώρα, το λέμε όταν μια πολύ όμορφη κατάσταση τελειώνει με άσχημο τρόπο και διαψεύδεται έτσι η χαρά την οποία είχαμε προηγουμένως για την εν λόγω φάση.

  1. Τζούλια Αλεξανδράτου: «Μου βγήκε ξινό τo dvd. Το έχω μετανιώσει»

  2. Το σεξ στην νταλίκα τους βγήκε ξινό...

Got a better definition? Add it!

Published

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για την απολύτως ίσια επιφάνεια.

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας
κλπκλπ.

- Και θα γίνει ίσιο;
- Ίσιο; Σαν την αμασχάλη του φιδιού θα γίνει, όχι απλώς ίσιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για τον άρρωστο που -είτε το ξέρει είτε το αγνοεί- κάνει μπαμ ότι είναι χάλια, από το κακό του χρώμα, το οποίο δεν είναι ροδαλό ή ζωηρόχρωμο, αλλά χλωμό με κιτρινοπρασινογκρίζες αποχρώσεις.

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
η [α]μασχάλη του φιδιού
κλπκλπ.

- Ωραία... Πού να βγω έτσι έξω, ούτε το μεικάπ κάνει κάτι, την κάτσαμε.
- Εμ και συ, με το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας και μου κανονίζεις έξοδο. Είσαι άρρωστη αφού, κάτσε και μια μέρα σπίτι, δεν πονάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον βλάκα, τον μπούφο, ή τεσπα αυτόν που δείχνει έτσι, είτε επειδή είναι υπερκουλ ή γιατί έχει καπνίσει κανα μπαφάκι ή επειδή είναι καψούρης ή τα αντικαταθλιπτικά του πέσαν λίγο βαριά, κλπ.

Από την αγελάδα που έχει αυτή τη νηφαλιότητα στο βλέμμα (γιατί δεν ξέρει ότι μια μέρα κρύα...).

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
η [α]μασχάλη του φιδιού
κλπκλπ.

Παιδί μου σου λέω, βλέπω ξαφνικά τη Τζούλια με μακρύ λευκό φόρεμα -που πολύ θα ήθελε να θυμίζει αρχαιοελληνικό μανδύα- και τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά και με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας να προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος απαγγελίας της αρχαίας τραγωδίας.
(διχτυωτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική προειδοποίηση. Σημαίνει το τελείως αντίθετο: «πού νά 'ξερες καημένε μου τι σε περιμένει...».

Το λέμε όταν εξ ιδίας πείρας έχουμε δει τα σκούρα και διαπιστώνουμε ότι κάποιος άλλο πάει ντουγρού να πάθει τα ίδια (πχ με μια μαλάκω γκόμενα την οποία είχε κάποιος και τώρα την παίρνει άλλος, στην κίνηση που επιτέλους απαλασσόμαστε από κάποιον μπάρμπα-Μπρίλιο και τον τρώει στη μάπα ο επόμενος, ιατρικές εξετάσεις που τις έχουμε κάνει και πόνεσαν και μάτωσαν και τώρα βλέπουμε ότι ο κολλητός μας πα να τις κάνει, κλπ).

Πολλές φορές διατυπώνεται και σαν κατάρα τ. «θα δεις τι έχεις να πάθεις, μαλάκα».

- Θέλω να μπω στο σάη σας.
- Θα περάσεις καλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified