Further tags

Ο τύπος που παίζει βρώμικα. Ο ανέντιμος άνδρας. Το λαμόγιο. Ο φίλος σου που άργησε για ακόμη μια φορά και τον περιμένεις από κάτω απο το σπίτι του για να φύγετε.

Ρε παλιολεκέ, ούτε γκόμενα να ήσουν. Μισή ώρα είμαι απο κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που την χρησιμοποιούμε για να τονίσουμε την ιδιότητα ενός υπέρμετρου κλέφτη, με τον οποίο εμείς, ή κάποιος άλλος, ήρθαμε σε επαφή με χειραψία πρόσφατα! Ο αετονύχης, ο οποίος μπορεί να σου αφαιρέσει το πορτοφόλι και να σε κεράσει με τα λεφτά σου!

Ρε μαλάκα τι λαμόγιο είναι αυτό; Τον χαιρετάς και κοιτάς μη σου λείπει κανα δάχτυλο!

-Σήμερα είδα τον Γιάννη.
-Αν σε χαιρέτησε, κοίτα μήπως σου λείπει κάνα δάχτυλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αιθεροβάμων, ο αφηρημένος, ο εκτός τόπου και χρόνου, ο αφελής.

Καλά είσαι πολύ σύννεφο, που πίστεψες ότι θα πήγαινε ο Τσίπρας στην Ευρώπη και θα μασούσανε οι γερμανοί κι οι τροϊκανοί!

Ρε σύννεφο... σε μιλάω, δεν ακούς;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία λέγεται από τους μαχαλόμαγκες για την σύλληψη κάποιου απο την αστυνομία.

Τι έγινε και εξαφανίστηκε από προσώπου γης?
Έσπρωχνε ένα λοκί τη μέρα και τελικά τον πήραν οι τσέοι χτές το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχήμα λόγου στο στρατιωτικό σλάνγκι για να πούμε οτι κάποιος ωρίμασε με τη βία η συνετίστηκε μετά απο αλλεπάλληλα καψώνια.

Την είχε δει μάγκας ο κοντός άλλα ο λόχας των έχωσε στις καλλιόπες και τελικά έστρωσε χαρακτήρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Δυναμώνω.

  1. -καλή η γράμμωση του σώματος μα καλύτερη η γράμμωση του πνεύματος
    -γι αυτό κ εγώ γραμμώνω το πνεύμα και έχω κ την κοιλίτσα μου (εδώ)

Β. Αντί να πληγώ ή να λουφάξω από επιθετική ενέργεια/στάση/συμπεριφορά, πωρώνομαι, θωρακίζομαι και τελικά ισχυροποιούμαι, μοτιβαρισμένος από την επίθεση.

~ Προέρχεται από την έκφραση των μποντιμπιλντεράδων, "είμαι στη γράμμωση".
~ Καμία σχέση με το ιατρικό γραμμώνω και το αριστερίστικης προέλευσης γραμμώνομαι που, παρεμπιφτού, έχει πλέον ευρύτερη χρήση.

  1. Γράμμωσέ μας Γιάννη! (Πρετεντέρη) (εδώ)

  2. -Τις πιο μεγάλες παπαριές δεν τις ακούσαμε ακόμα.
    -Άντε, ξεκίνα.
    -Το μόγγολο που θεωρεί τη γκέι σλανγκ ομοφοβία και συγχέει την κλιμακα με το κλειδι μιλάει για παπαριές
    -Δικαιολογείται. Όποιος συναγελάζεται περισσότερο από μία μέρα με ακροδεξιά σαμαροτρόλ χάνει 60% του iq του.
    -Όποιος χαριεντίζεται με ακροδεξιούς δεν έχει και δεν είχε ποτέ iq.
    -Να μιλάτε για τον εαυτό σας αγαπητοί εγώ με δαύτους τώρα γραμμώνω τραπεζοειδείς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλοκαίρι με την ευρεία έννοια της καλοκαιρίας που μπαίνει μέσα στο φθινόπωρο διαψεύδοντας (δεν τον χάλασε) τη φούρια κάθε καλοχειμωνάκια να το κηρύξει νεκρό. Με τη στενή έννοια, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι καλές μέρες μέσα στον Οκτώβριο γύρω από την εορτή του αγίου Δημητρίου, ή ακόμη και μέσα στον Νοέμβριο. Σαν να λέμε μια υποτιθέμενη σειρά ημερών που κάνει παραδόξως λατσοτέμπα στην καρδιά του φθινοπώρου, αντίστοιχα με τις Αλκυονίδες μέρες τον Ιανουάριο. Με την ευρεία σήμερα, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι κάθε εντυπωσιακή καλοκαιρία, και με καύσωνες ακόμη, μέσα στο φθινόπωρο, όπως τώρα καλή ώρα.

Ως προς την προέλευση, πιθανόν είναι αυτό που φαίνεται. Φανταζόμαστε το καλοκαίρι σαν ένα πεισματικό γάιδαρο ή μουλάρι να τα έχει στυλώσει και να μη φεύγει, προς μεγάλη απογοήτευση των καλοχειμωνάκηδων. Εκτός αν παπαρετυμολογώ και υπάρχει κάποια πιο προσγειωμένη, λ.χ. λαογραφική εξήγηση της ονομασίας, την οποία αγνοώ.

Στα αγγλικά λέγεται Indian summer ή été indien που λέει κι ο Joe Dassin (γαλλικά).

Στα ελληνικά, το βρίσκω στην Αριάγνη του Στρατή Τσίρκα, σε ένα συγκινητικό απόσπασμα, που περιγράφει το πώς αυτοί που θα φύγουν από ένα μέρος (όπως λ.χ. οι Αιγυπτιώτες Έλληνες) μπορούν να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους, αλλά δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους την αγάπη τους για τον τόπο, και για ένα ζενεσεκουά που περιλαμβάνει μυρωδιές, το γαϊδουροκαλόκαιρο, εμπειρίες, αναμνήσεις...

Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα τη νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζύ σας; Τίποτα!

Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 115

Άλλα παραδείγματα:

  1. Τα ημερομήνια έδειξαν «γαϊδουροκαλόκαιρο», το φεγγάρι είναι όρθιο, όπως και το ηθικό σου και τα αστέρια διάκεινται ευνοϊκά απέναντί σου. (Εδώ).
  2. Βέβαια θα έρθει το γαιδουροκαλόκαιρο του αϊ-Δημήτρη, δεν ανησυχώ, θα γιορτάσουμε κι εμείς μετά βαϊων, κλάδων, τυμπάνων, οργάνων και μαγεροκοπημάτων. Θα σας καλέσω, εντάξει. (Εδώ).

Και λίγο ξενόγλωσση μουσική:

Doors L'été indien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εισαγωγικά. Ιδίως τα εισαγωγικά που έχουν "αυτή" την μορφή, με λίγη φαντασία περιβάλλουν τη λέξη όπως τα αυτιά ένα κεφάλι. Λέμε τότε ότι βάζω μια λέξη σε αυτάκια. Έχει και όλες τις συνδηλώσεις του κουότ, δηλαδή ας πούμε μεταξύ άλλων ότι δεν εννοώ κάτι, αλλά το λέω χάριν ευγένειας, ή ξύλινης γλώσσας, ή ειρωνεύομαι ή αν το πάμε σε ένα πιο μεταμοντερνιάρικο επίπεδο ότι όλες οι κυριολεξίες είναι απολιθωμένες μεταφορές, άρα κάθε λέξη δέον να τίθεται σε αυτάκια γιατί δεν κυριολεκτεί. Ως γνωστόν είναι αμερικλάνικη μεταμοντερνιάρικη συνήθεια να βάζουμε κάθε τόσο λέξεις σε αυτάκια και στον γραπτό λόγο και στον προφορικό για να δείξουμε ότι κάτι το λέμε συμβατικά, ενώ οι πιο ψαγμένοι από εμάς καταλαβαίνουμε ότι δεν κυριολεκτούμε και τα ρέστα πακοτίνια.

  1. To "νομιμοποιεί" το είχα σε "αυτάκια". (Εδώ).
  2. Μέχρι πότε θα υποφέρουμε το καταπληκτικό χιούμορ σου; Σε αυτάκια το καταπληκτικό. (Από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.

μαρλόκια που κοιτάζονται σαν μαρλόκια

Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:

«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πρατσιαλάω = κάνω έρωτα.

Παράδειγμα: Δεν πας καλά μ'φαινιτη.... ωρέ την πρατσιάλσε τν Κατίνα;

Got a better definition? Add it!

Published