Further tags

Στεγνό καθάρισμα στην πουτανοσλανγκική είναι το συνώνυμο του πεοθηλασμού με τελείωμα στο στόμα.

Δεν άφησε ούτε σταγόνα! Μιλάμε για στεγνό καθάρισμα η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχήμα λόγου για τον κορυφαίο μαλάκα η αλλιώς μαλάκα των ρεκόρ.

Ρε αυτός τον έπαιζε και μέσα στην τάξη στο Γυμνάσιο. Τον είχε κάνει στρατηγό μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλωτσιά με μίσος στην ξυλοδαρτική.

Και εκεί που λές ότι τον έχει ο άλλος τον πετάει κάτω και του σεντράρει το κεφάλι με τα όσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σημαίνει παίρνω μάτι και απαντάται στα ίδια βιβλία με το οφθαγμό ντε λούτρ, οφθαλμόλουτρο, μπανιστήρι.
Νοηματικά μπορεί και να προκύπτει απ' την παρακάτω πολιτισμική εξέλιξη του ... Μήτρου:

Βέβαια στο κόμμα της παραλίας το μπικίνι πλέον είναι περιττό και το μίνι δεν απλώς μίνι, αλλά είναι ότι έχει από-μείνει, και ο Μήτρος δεν παίζει άλλο την φλογέρα του, -αλλά το άλλο το εύκαιρο- βάζοντας συνεχώς κολλύριο στα γουρλωμένα μάτια του.
(εδώ)
κολλυτήρια

Σημείωση: Το έμαθα σήμερα από συναδέλφους, την ώρα του μεσημεριανού. Χρησιμοποιείται σε στυλ:

"Ανάλογα τί θες να δεις. Αν ενδιαφέρεσαι για τεκνά, κάνεις κολλύριο σε καφετέρια."

Βρήκα κι αυτό στο δίχτυ, είναι σχετικό αλλά όχι ακριβώς.

Αυτα λέτε και δείχνετε οτι είμαστε μπροστά απο εσάς.. πές και άλλα... ποτέ -35 .. ποτέ όλο το γήπεδο - ποτέ το ένα -ποτέ το άλλο... βρές κάτι και κόλλα ένα -ποτέ- και έδεσες... Τώρα βάλε κολλύριο απο το μπανιστήρι που πήρες και αδειασε μας την γωνιά και ..που είσαι.. ξέρεις.. τράβα κάντετε εσείς... ξέρετε εσείς τώρα.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την μεγάλη σε έκταση, επική αφήγηση. Για παράδειγμα, εδώ και μόλις προχθές, ολοκληρώθηκε -αν είναι ποτέ δυνατόν- η "Σάγκα του Λούμπεν" και τώρα, απ' ό,τι μπορώ ν' αντιληφθώ, είναι σε εξέλιξη η "Σάγκα (omg και WTFF) της Δομινατρίχης".

Στην κυριολεξία είναι μεσαιωνική ισλανδική μακριά αφήγηση ή εξιστόρηση, σε πεζό λόγο (έπος), πολλών και διαφορετικών μπλεγμένων μεταξύ τους ιστοριών –μυθολογικών και μη, για τα ηρωικά κατορθώματα περασμένων εποχών, για τα πρώτα ταξίδια των Βίκινγκ, για την μετανάστευση στην Ισλανδία και για διαμάχες μεταξύ Ισλανδικών οικογενειών. (βικυ).
Από το ισλανδικό sögur.

‘Σάγκα του Βασιλιά Χάραλντ’ Η Σάγκα του Χάραλντ Σίγκουρντσσον, στρατιωτικού διοικητή στην υπηρεσία του Βυζαντίου, βασιλιά της πατρίδας του Νορβηγίας και, στο δειλινό της ζωής του επίδοξου μονάρχη της Αγγλίας
«Η σάγκα της Κομιντέρν»

  1. Ο Μανές Σπέρμπερ (...) το 1938, εν μέσω των σταλινικών εκκαθαρίσεων, τα
    βρόντηξε και «έφυγε» από το κόμμα απογοητευμένος (ή αηδιασμένος, όπως το πάρει κανείς). Η αποχώρηση του αυτή του έδωσε την ευκαιρία τη δεκαετία του 1940 να ολοκληρώσει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: τη λογοτεχνική τριλογία με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία ονόματι «Δάκρυ στον ωκεανό», όπου ένας άλλος «μεγάλος» αποχωρήσας του κόμματος, ο Άρθουρ Καίστλερ, έμελε να αποκαλέσει «Η σάγκα της Κομιντέρν». (taneatoubelgiou)

  2. Με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, η οικογενειακή σάγκα του Ν. Θέμελη αρχίζει από τα χρόνια του Εμφυλίου και καταλήγει στο 1990. Χωρισμένη σε τέσσερα επεισόδια - «Εκδοχές ονείρων», όπως συστήνεται το βιβλίο, που αντανακλούν ισάριθμες πτυχές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, η διαδρομή της πρωταγωνιστικής οικογένειας μοιάζει με αυτήν ολόκληρης της χώρας. (εδώ)

  3. Ενδιαφέρον ημέρας 2 - Επιχειρήθηκε κυβερνητική απεμπλοκή από τη σάγκα της Αμφίπολης: Νίκησε η αρχαιολογία κτλ (κατά το νίκησε το ποδόσφαιρο) (εδώ)

  4. Οι Ισλανδοί Βίκινγκς απάντησαν με «Σάγκα» στην Τρόικα, να βγάλουμε και εμείς τη «λύρα» να τους τα ψάλλουμε… (εδώ)

Τέλος, διάσημο και 'απολύτως' εθιστικό online παιχνίδι είναι το Candy Crush Saga:

Ο οκανά και το 18 Ανω ανακοίνωσε νέο πρόγραμμα για την επιδημία εξάρτησης απο το κάντυ κρας σάγκα που μαστίζει τους νέους. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοκαλάκιας καλείται ο οδηγός με την παράξενη συνήθεια να λαμβάνει στα σοβαρά τον πορτοκαλί σηματοδότη των οδικών φαναριών και, αντί να επιταχύνει για να μην τον πιάσει το κόκκινο, να επιβραδύνει και να σταματάει.

Ο πορτοκαλάκιας προκαλεί νεύρα όταν ο συνεπιβάτης του βιάζεται, ωστόσο στηρίζει την επιλογή του να δίνει σημασία στο πορτοκαλί κάθε φορά που του ασκείται κριτική.

  1. Άσε μαλάκα, έχω πέσει σε πορτοκαλάκια ταρίφα και θα αργήσω..
  2. Οδηγώ μόνο 2 μήνες και είμαι λίγο ψαρωμένος και πορτοκαλάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι ο Υπερθετικός για το βύσμα, δηλαδή ο φαντάρος (ή και μόνιμος) που έχει κάποιο «μέσο», κάποια «άκρη» και κάνει γι' αυτό καλύτερη θητεία, ή το ίδιο το μέσο. Ο όρος είναι σαφώς πιο δυνατός από το βύσμα. Σημαίνει είτε ότι το μέσο είναι πολύ δυνατό, λ.χ. κάποιος σημαντικός πολιτικός ή στα ανώτερα κλιμάκια των Ενόπλων Δυνάμεων, είτε ότι ο φαντάρος έχει πολλά διαφορετικά μέσα. Επίσης, μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο, ότι δηλαδή ο φαντάρος έχει γίνει σουρωτήρι από τα πολλά βύσματα που έχει, τον παίρνει δίκην φις - πρίζας κ.τ.ό.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Για καλή θητεία βρείτε μπάρμπα που έχει άκρες. Συνεπώς δεν θες μόνο βύσμα. Θες πολύμπριζο. (Εδώ).

  2. Γεια σας, για να γινει καποιος δοκιμος στις ειδικες δυναμεις και πιο συγκεκριμενα στα αλεξιπτωτα απ οτι καταλαβαινω ειναι αρκετα δυσκολο... Θα ηθελα να ρωτησω ποσα ατομα περιπου περνουν δεα εδ σε καθε εσσο ; στα αλεξιπτωτα ποσα περιπου ; Για τα αλεξιπτωτα το βυσμα θα πρεπει να ειναι πολυμπριζο σε σχεση με δεα λοκ Ή δεα πεζοναυτων ας πουμε; Οταν εννοουμε χοντρο βυσμα ; Εννοουμε κ πολιτικο προσωπο ; (Εδώ).

  3. Καλά πες μας τι βύσμα είναι και μέτα κανονιζόμαστε αν και μου φάινεται πως δεν ξέρεις καν τι βύσμα έχεις (πολύμπριζο μάλλον έχεις) . (Εδώ).

Αράπη σούστα από την έμορφη Χίο.  (από Mr. Cadmus, 11/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική φράση που συντάσσεται μετά από ρήμα ή ουσιαστικό, και είτε το επιτείνει, είτε το μετριάζει και απαξιώνει –ανάλογα με την υπερβολή της μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, στην επιτατική χρήση η μεταφορά είναι ακραία: Όταν κάνεις κάτι δίχως αύριο, (α) το κάνεις με τέτοιο μανιασμένο πάθος, τραγική ένταση και απόλυτη προσήλωση, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις την επόμενη μέρα, ή να ήξερες ότι επίκειται ολική καταστροφή και αυτή είναι η τελευταία σου φορά· (β) το κάνεις γνωρίζοντας ότι είτε θα το κάνεις καλά ή η αποτυχία θα είναι ολοκληρωτική, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον σου (κλισέ των αθλητικογράφων, βλέπε παράδειγμα 2).

Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο αργκοτική, η λέξη είναι ρήμα ή ουσιαστικό που δηλώνει (προσφιλή) πράξη, ενέργεια. Ακούγεται και σε εύλογες παραλλαγές, όπως χωρίς αύριο, σαν να μην υπάρχει αύριο και λοιπά.

Στη μετριαστική-απαξιωτική χρήση η μεταφορά είναι λιγότερο υπερβολική: Κάτι δίχως αύριο είναι κάτι που δεν έχει προοπτικές, που δεν θα έχει επίδραση στο μέλλον, ή που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, και συνεπώς εμπνέει απαισιοδοξία, μελαγχολία και μιζέρια, ή απλά αδιαφορία, βαριεστημένη και διεκπεραιωτική διάθεση (σύγκρινε: για τ' αντέτ').

Στην περίπτωση αυτή, πιο εδραιωμένη και τυπική από την πρώτη, η φράση μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε λέξη. Τυπικότερο συνώνυμο: χωρίς μέλλον.

Επιτατικά:

  1. [...] είσαι έτοιμη. αφήνεσαι να μπω μέσα σου. δαγκώνεις τα χείλια σου. είσαι γαμάτη. θέλω να μπω όσο πιο βαθειά γίνεται. να σου προσφέρω τη μεγαλύτερη ηδονή. αυτό θέλω. να χύνεις συνέχεια. να σε γαμάω και να χύνεις. να γαμιόμαστε χωρίς αύριο. (από ιστολόι)

  2. Ντέρμπι ουραγών περιλαμβάνει το σημερινό (19/02) πρόγραμμα της 18ης αγωνιστικής της Α1, καθώς σε ένα ματς δίχως αύριο ο Ηλυσιακός θα υποδεχθεί στα Ιλίσια την ΑΕΚ. Οι δύο αντίπαλοι είναι ισόβαθμοι στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα και ο νικητής θα πάρει βαθιά ανάσα για τη σωτηρία του. (από εδώ)

  3. — A.I.; Νοημοσύνη; Στο Mortal Kombat μου;;;;;;!;!;; — Σωστά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου, οπότε σε έδερναν στεγνά ό,τι και να έκανες. — Παραδεχτείτε τουλάχιστον πως αυτή ήταν η γοητεία του. Κάλοι στα δάχτυλα, αίμα στο gamepad, μανιασμένο α-combo ξύλο χωρίς αύριο και πάντα να χάνεις από τον Goro ή τον Motaro. Κι εσείς λέτε για gameplay...
    (από φόρουμ)

  4. Μαστόρι ο ραλλάκιας. Δε διστάζει να αναμετρηθεί, χωρίς τί, πώς και γιατί, αγνοώντας τη μηχανολογική και τεχνολογική ανωτερότητα του Ιταλού. Σχεδόν αυθαδιάζει. Γι'αυτό μας αρέσει και τον πριμοδοτούμε ηθικά. [...] Οδηγεί με σθένος το υπερστροφικό του ride Και δείχνει να το απολαμβάνει. Kακά τα ψέμματα και αυτό μετράει. [...] Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω να μετριαστούν τα κραξίματα, λες και εμείς [...] δεν έχουμε βρεθεί να κυνηγιόμαστε δίχως αύριο σε δεδομένη ορεινή κορυφογραμμή. [...] Ρομαντικά και ατίθασα νιάτα... (από φόρουμ καυλόγκαζων)

Μετριαστικά-απαξιωτικά:

  1. Κυβέρνηση δίχως πολιτική νομιμοποίηση είναι κυβέρνηση δίχως αύριο. Και μια και καταλήξαμε την προηγούμενη περίοδο στο ότι, ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και ηθικό, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ηθικό ανάστημα, όχι μόνον για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ούτε καν να αναλάβει οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα δίχως ανανεωμένη λαϊκή εντολή. (απ' το Έλληνες ονλάιν)

  2. Γιατί μπλέκω πάντα σε σχέσεις δίχως αύριο; Ο Φρόιντ υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν μια τάση προς τον μαζοχισμό. Αν και αρχικά η άποψη αυτή πυροδοτεί αντιδράσεις, αν το σκεφτείς, θα δεις πως η εικόνα μιας γυναίκας που υποφέρει για την αγάπη είναι οικεία σε όλους μας. Τελικά, γιατί μερικές γυναίκες «λατρεύουν» να είναι θύματα επιλέγοντας πάντα λάθος άνδρες; (από γκομενοσάιτ)

against all odds -->ερωτας διχως αυριο! (από electron, 23/02/11)1:29--->Μια  αγάπη δίχως αύριο η αγάπη αυτή...  (από GATZMAN, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει (ή κατέχει) 100 κιλά από ένα άθλημα, μια επιστήμη, μια επιδεξιότητα ή άλλη τέχνη ή γνώση, εννοούμε ότι είναι ειδήμων, βαθύς γνώστης, ή μάστορας στο είδος του. Το γελοίον του πράγματος έγκειται στο ότι ποσοτικοποιούμε μη μετρήσιμα μεγέθη, ευτελίζοντάς τα.
Έτσι, ο Keith Richards των Rolling Stones ξέρει 100 κιλά κιθάρα, ο Ριβάλντο 100 κιλά μπάλα, ο Γιακούμπ 100 κιλά ιατρική κ.ο.κ. Τη φράση έχει μεταχειριστεί ο γνωστός σλάνγκαρχος Νίκος Αλέφαντος.

Θα κάνει μεγάλο λάθος ο Πρόεδρος αν διώξει τον Μέλμπεργκ από την άμυνα του Θρύλου. Το παληκάρι ξέρει 100 κιλά μπάλα και το δείχνει σε κάθε αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified