Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:

  • οιονεί χαρακτηριολογική τυπολογία

Ελληναράς ΜΠΑΛΟΚΡΙΤΙΚΟς σουβλακοβιος. (Εδώ).

  • ως εθνικό τυπολογικό χαρακτηριστικό

Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).

  • και, ασφαλώς ως παρατσούκλι του Κώστα Καραμανλή (ανηψιού).

Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).

Αιώνιος σουβλακόβιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.

Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορος, φορτσάτος, όταν κάνει κάτι «τακ τακ».

-Θα πάμε μέχρι του Βάγγου;
-Άντε, πάμε τακτόβιοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τσόντα + βίος.

Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.

-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;

(από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζει, τρέφεται, ανασαίνει με το πορνό, με το γαμήσι, με οτιδήποτε έχει σεξουαλικό περιεχόμενο, αυτός του οποίου η ζωή και τα λεγόμενά της έχουν νόημα μονάχα αν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του γαμησιού.

- Ρε συ τι κάνουν ο Σάκης, ο Μιχάλης, η Βαγγελιώ, η Ανίτα, όλοι αυτοί; Δεν τους βλέπεις πια;
- Ε ρε μαλάκα, σώνει! Έπηξα πια μ' αυτούς τους πορνόβιους, κάθε φορά που συναντιόμαστε δεν ξέρουν να πούνε τίποτ' άλλο παρά για γαμήσια, πουτάνες, τσοντούδες, ξεσκίσματα, εμπειρίες που κανείς δεν έχει ζήσει όπως αυτοί, μετά βάζουν και μια τσόντα να δούμε, κάθε φορά τα ίδια, βαρέθηκα. - Ε, αγάμητοι θα είναι όλοι τους. - Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις...

(από pavleas, 19/01/09)The real thing is behind you! (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συναναστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά δασπίτες, δηλαδή μέλη της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ. Συνάπτουν στενές φιλικές σχέσεις, ακόμη και ερωτικές.

Πολιτική ορθότητα και αποστάσεις από ακραίες τοποθετήσεις, κονφορμισμός και γενικότερη λατρεία προς και από το κοπάδι, ψυχή τε και σώματι. Συνήθως συγγενής κατάσταση με σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα το θετικό οικογενειακό ιστορικό.

Πιο πωρωμένη βερσιόν των απλών δασπόφιλων, άλλωστε στην κλασική πλέον κατάταξη των ειδών κατά Καθηγητή Όακ η εξέλιξη είναι η εξής: δασπόφιλος (λέβελ 1) > δασπόβιος (κώλος και βρακί & προσωπική σχέση με δασπίτη) > δασπίτης (επίσημα εγγεγραμμένο μέλος στην ΔΑΣΠ)

- Άσε, μεγάλε, βγήκε η κυτταρολογική. Έμπλεξες με δασπόβια...
- Όχι, ρε φίλε. Πώς τα πετάς έτσι; Με τι στοιχεία; Θα πιαστούμε δηλαδή, πρόσεχε!
- Δυστυχώς, δε σου λέω ψέμματα. Ανέβασε φώτοζ από το Dream City αγκαλιά με τουλάχιστον τρεις διαβόητους δασπίτες της σχολής. Αν κοιτάξεις το προφίλ της αυτό δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται κατά συρροή εδώ και χρόνια.
- ...
- Λυπάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Απόλυτος λάτρης της μπύρας.Στην παραγματικότητα, ο μπυρόβιος είναι τόσο εθισμένος στο ζύθο που η ζωή του θα ήταν ανούσια χωρίς αυτό το αγαπημένο ποτό. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου στην πιο ακραία έκδοσή του:

(1) Επίσημη ορολογία της νόσου: Ακατάσχετος εθισμός στην μπυρωίνη.

(2) Αγαπημένο άθλημα: Το Μπύρινγκ.

(3) Αγαπημένη θρησκευτική εκδήλωση: Τα Μπυρίτσουαλς.

(4) Αγαπήμενη σωματική άσκηση: Χτίσιμο μπυροκοιλιακών.

(5) Αγαπημένες φιγούρες χορού: Οι μπυρουέτες.

(6) Μεγαλύτερη φοβία: Η έλλειψη μπυρασφάλειας.

(7) Αγαπημένο κοκτέιλ: Το μπυρούζο.

(8) Μεγαλύτερο προσόν: Η εμπυρία του.

(9) Αγαπημένη παροιμία: όπου φτωχός κι η μπύρα του.

(10) Αγαπημένη ατάκα: two beer or not two beer.

(11) Αγαπημένη χώρα: Μπιρλανδία

Και ο κατάλογος συνεχίζεται...

ΥΓ Πολύ παράδοξο ότι έλειπε.

  1. Ο Γκαρσία είναι μπυροβιος φάση Μπέρλιν και ο Κοντρέρας είναι φάση γύφτος με λεφτά. (www.metropolisradio.gr).

  2. Ο ξανθός άπο αριστερά ο χοντρούλης είναι ο βοηθός μου(γνωστός μπυροβιος - δεν έχει αφήσει pub για pub) στον οποίον θα πρέπει να βασιστώ σε διάφορες παρατηρήσεις του στην διάρκεια των αγώνων (το μόνο που δεν ξέρω είναι αν θα είναι νηφάλιος η θα έχει πιεί τα αντερά του και θα μου λέει άλλα ντ'άλλων) (http://www.fmgreece.gr)

Ακόμη: μπυροκίνητος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο Παλλάς όταν ήταν κινηματογράφος και έκανε ατελείωτα φεστιβάλια. Τότε ο παλλαδόβιος ήταν ο πάσχων από οξεία υπερκουλτουρίαση, καθώς κυριολεκτικά ζούσε μέσα στο Παλλάς, βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα, κατά προτίμηση ιρανικού κινηματογράφου, τρώγοντας μέσα στο Παλλάς, ψάχνοντας για χεσοκαβάντζα κ.ο.κ.

Σήμερα το Παλλάς ως χώρος για θεατρικές/ χορευτικές παραστάσεις και συναυλίες έχει πάει κύριο κύμα, καθώς τα εισιτήρια φτάνουν μέχρι και τα 150 γιούρια την βραδιά, και όποτε πας σκοντάφτεις πάνω σε Προέδρους Δημοκρατίας, πολιτικούς, δημοσιοκάφρους και ταλιμπάν. Το παλλαδόβιος μάλλον θα χαρακτήριζε κάποιον που επιδεικνύεται σε κοσμικές συναθροίσεις. Χώρος υπερκουλτουρίασης είναι μάλλον ο Ιανός, που φιλοδοξεί να αναστήσει τα λογοτεχνικά καφενεία, καθώς και άλλοι πολυχώροι κατσιμηχέσω, αλλά δεν έχω ακούσει αντίστοιχη έκφραση. Αν είχαμε ακόμα τον athensasitreallyis...

Η Δεβώρα η παλλαδόβια μου ακύρωσε το ραντεβού των 19.30 στο Παλλάς στο διάλειμμα μεταξύ Κιαροστάμι και Καουρισμάκι, γιατί τότε θα έβλεπε την Μαριλού, και με έβαλε στις 23.00 μεταξύ Σοκούροφ και Μπέλα Ταρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.

- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!

(από Khan, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πιο κλασικούς -όβιους, πρόκειται βέβαια για αυτόν που έχει τέτοιο πάθος με τις μηχανές, ώστε κυριολεκτικά διάγει όλον τον βίο του πάνω τους.

  1. Ο πρώην «Μηχανόβιος» και νυν Μοναχός πατήρ Σωφρόνιος ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη, μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές. (Εδώ).

  2. Αστυνομικός - «μηχανόβιος» έκλεβε εξατμίσεις από μοτοσικλέτες. Χειροπέδες σε συνάδελφό τους πέρασαν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. Στην περιοχή της Λάρισας, καθώς, ο 27χρονος αστυφύλακας συνελήφθη για κλοπή δύο εξατμίσεων από μοτοσικλέτα. (Εδώ).

  3. Τι μπορεί να συμβεί αν συναντήσει ένας μηχανόβιος ένα κριάρι; (Εδώ)

  4. Σε αλλαγές στον ορισμό της λέξης «μηχανόβιος» προχωρά το γνωστό λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μετά από παράπονα μοτοσικλετών που βρήκαν τον ορισμό ανακριβή και προσβλητικό! [...]
    Μέχρι πρότινος στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ο μηχανόβιος οριζόταν ως: «Ο μοτοσικλετιστής, ειδικά εκείνος που είναι μέλος μιας συμμορίας: ένας μηχανόβιος με μακριά μαλλιά και βρώμικα denims». [...]
    Αντιθέτως, η έρευνα της βρετανικής ασφαλιστικής, περιέγραφε τον μέσο μοντέρνο μοτοσικλετιστή ως ένα άτομο «πιθανώς άνω των 35 ετών, που ανήκει στη μεσαία τάξη, εργάζεται για μια εταιρία πληροφορικής ή τηλεπικοινωνιών και κατά πάσα πιθανότητα οδηγεί Honda». Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, πλέον, μόνο ένας στους δέκα μοτοσικλετιστές έχουν μακριά μαλλιά. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified