φιλοσοφικότα, (η)

Η φοιτήτρια, ή η απόφοιτος της φιλοσοφικής. Δεν είναι υποτιμητικό, ή βρισιά.

  1. -μαλάκα μου συνεχίζεις ακάθεκτη!!
    -παντα. δεν ωρροδω προ ουδενος!
    -με ποιους κάνεις παρέα ρε κωλόπαιδο τελευταία; Τι λέξεις είναι αυτές; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;
    -once a φιλοσοφικοτα, always a φιλοσοφικοτα :Ρ
    -Δεν πειράζει. Σ'αγαπάμε και έτσι, να ξες. ΕΔΩ

  2. -Και ολοκληρωματα... (ελπιζω να το εκτιμησουν οι θετικαριοι)
    -λολ, το εκτιμουν κι οι φιλοσοφικοτες που συμπαθουν τα μαθηματικα παντως :Ρ (εδώ)

  3. -πες τους ρε έντυυυυυ. με βρηκαν φιλοσοφικοτα κ με δουλευουν
    -φιλοσοφικότα είναι η ψαγμένη κότα σαν να λέμε; :Ρ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτική σλανγκ από τα άδυτα του φοιτηταριάτου. Ως Μαϊούνης ορίζεται η περίοδος των μεγάλων φοιτητικών και μαθητικών κινητοποιήσεων κατά της σχεδιαζόμενης τότε κατάργησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, τον Μάιο και Ιούνιο του 2007. Η ένωση σε μία λέξη του Μαΐου και Ιουνίου προέκυψε από την ανάγκη γρήγορης αναφοράς στα γεγονότα του 2007, όταν χρειαζόταν σε μεταγενέστερες φοιτητικές συνελεύσεις μία δοξαστική υπενθύμιση.

  1. Να κάνουμε καταλήψεις παντού ρε! Όπως τον Μαϊούνη!
  2. Πού ήσουνα συνάδελφε τον Μαϊούνη; (επιθετικά σε πολιτικό αντίπαλο)
  3. Το διάστημα μετά τον Μαϊούνη χαρακτηρίστηκε από τις προσπάθειες να μην χαθούν οι εξεταστικές
  4. Τόσο κόσμο σε συνέλευση έχω να δω από τον Μαϊούνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συναναστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά δασπίτες, δηλαδή μέλη της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ. Συνάπτουν στενές φιλικές σχέσεις, ακόμη και ερωτικές.

Πολιτική ορθότητα και αποστάσεις από ακραίες τοποθετήσεις, κονφορμισμός και γενικότερη λατρεία προς και από το κοπάδι, ψυχή τε και σώματι. Συνήθως συγγενής κατάσταση με σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα το θετικό οικογενειακό ιστορικό.

Πιο πωρωμένη βερσιόν των απλών δασπόφιλων, άλλωστε στην κλασική πλέον κατάταξη των ειδών κατά Καθηγητή Όακ η εξέλιξη είναι η εξής: δασπόφιλος (λέβελ 1) > δασπόβιος (κώλος και βρακί & προσωπική σχέση με δασπίτη) > δασπίτης (επίσημα εγγεγραμμένο μέλος στην ΔΑΣΠ)

- Άσε, μεγάλε, βγήκε η κυτταρολογική. Έμπλεξες με δασπόβια...
- Όχι, ρε φίλε. Πώς τα πετάς έτσι; Με τι στοιχεία; Θα πιαστούμε δηλαδή, πρόσεχε!
- Δυστυχώς, δε σου λέω ψέμματα. Ανέβασε φώτοζ από το Dream City αγκαλιά με τουλάχιστον τρεις διαβόητους δασπίτες της σχολής. Αν κοιτάξεις το προφίλ της αυτό δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται κατά συρροή εδώ και χρόνια.
- ...
- Λυπάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλα προσκείμενος, ακόμη και ψηφοφόρος των πανεπιστημιακών φοιτητικών παρατάξεων της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ.

Κλάριν, γιαλαντζί αριστεροί, δεξιοί που δεν βγήκαν από την ντουλάπα, οπαδοί, χαζογκόμενες και άλλες γλάστρες, γενικώς αγράμματοι. Οι αυριανοί δεξιοί.

Οι Πολλοί, το κοπάδι, ο απολιτίκ σωρός των φοιτητών σήμερα που κρατιούνται μαζί από τις δυνάμεις συνάφειας του καθωσπρεπισμού, του αναλφαβητισμού, της πολιτικής ορθότητας και του φόβου της παρέκκλισης από το κοπάδι. Θα πάνε μια στο τόσο στα πάρτυ της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ σε μπουζούκια και κλαμπ (ανάλογα με το αν ακούν το «ελληνικό» ή το «ξένο» είδος «μουσικής»). Γιατί; Ε, γιατί πρέπει μια στο τόσο. Θα πάνε και στην Μύκονο, την Αράχωβα ή το Μπάνσκο για σκι. Συμπαθούν τους δασπίτες γιατί είναι καλά παιδιά και δημοφιλείς. Βασικά επειδή είναι δημοφιλείς. Και δεν είναι των άκρων, αφού δεν χρησιμοποιούν πολυσύλλαβες λέξεις ούτε πολιτικολογούν - άλλωστε οι Ιδεολογίες πεθάνανε και είδατε που μας οδηγήσανε.

Στην κατάταξη των ειδών κατά Καθηγητή Όακ η εξέλιξη είναι η εξής:
δασπόφιλος (λέβελ 1) > δασπόβιος (κώλος και βρακί & προσωπική σχέση με δασπίτη) > δασπίτης (επίσημα εγγεγραμμένο μέλος στην ΔΑΣΠ)

- Πωω, ρε Στιβ, κι εσύ πήγες να μπλέξεις με την δασπόφιλη; Αναμενόμενο να φας χίος... - Σωστός. Και πάλι καλά να λες! Με φαντάζεσαι να βγαίνω με την παρέα της με τους δασπίτες; - Σε βοήθησε ο Χριστούλης μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γνωστού Παντείου Πανεπιστημίου που εδρεύει εις την Καλλιθέα Αττικής. Γνωστού για τις υψηλού επιπέδου επιπέδου, κύρους σπουδών στις Κοινωνικοπολιτικές επιστήμες αλλά και ποιότητας των αποφοίτων του(στην τέχνη του barman/barwoman, barista ή σερβιτόρου) που εδώ και χρόνια επανδρώνουν επάξια την Ελληνική αγορά εργασίας.
O όρος «Πιπάντειος» αποδίδεται σαν τίτλος σπουδών σε κατωτέρου, κατωτάτου ή ανυπάρκτου μορφωτικού επιπέδου θήλεων ή/και ομοφυλόφιλων. Στην Πιπάντειο ή στο Πιπάντειο (ουδέτερο, όπως ονομάζεται τα τελευταία χρόνια) συμπεριλαμβάνονται διάφορες ψευτοσπουδές της πούτσας με καθαρά γυναικείο/ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό(για τους άρρενες) όπως:

Κομμωτική, Αισθητική, Ανωτάτη Ονυχοπλαστική, Αρωματοθεραπεία, Ανωτάτη Μπιζουτιακή, Ενδυματολογία, θεατρικές σπουδές της πούτσας, σχολές Μασάζ, Ρεϊκι, σεμινάρια Ψευτό-Healers/Κομπογιαννιτών, Αγιουρβέδα, σεμινάρια Ταρομαντείας/Καφεμαντείας κ.α.

Τα εν λόγω θήλεα που αποφοιτούν από την Πιπάντειο έχουν αυτοσκοπό την κατανάλωση οικογενειακού εισοδήματος, την εφήμερη καλοπέρασή τους με τίποτα Μερσεντοφόρους μπαρμπάδες και τελικώς σαν απώτερο στόχο την εξεύρεση κάποιου μαλάκα κατά προτίμηση εύπορου τύπου νεαρότερης φυσικά ηλικίας(αλλά και μπάρμπα με γκαφρά στη δύσκολη) που θα αναλάβει να τις σπιτώσει μιας και οι σπουδές τους είναι τόσο ευτελείς και ξεφτιλέ που αποκλείεται να σχεδίαζαν ακόμα και πριν φοιτήσουν σε κάποιο παρακλάδι της Πιπαντείου να αποκατασταθούν επαγγελματικά μετά την αποφοίτηση τους.
Η μόνη εργασία που ξέρουν να κάνουν είναι αυτή του να κάθονται και που και που να φτιάχνουν κανά νυχάκι ή να πουλάνε κανά μπιζού του κώλου σε καμιά φίλη τους. Φυσικά είναι τόσο πονηρές που δεν το κάνουν για το χαρτζιλίκι που λέμε(άλλωστε αυτό το έχουν ήδη εξασφαλίσει από τους μαλακομπαμπάδες ή τους Μερσεντοφόρους μπαρμπάδες) αλλά για να κοροϊδεύουν τους γονείς τους μέχρι την εξεύρεση του μαλάκα/θύματος ότι κάτι κάνουν κι αυτές απλά «η πουτάνα η κατάσταση με την κρίση φταίει», «το κορίτσι προσπαθεί αλλά είναι δύσκολα τα πράγματα» κτλ.
Επίσης για τους όχι ιδιαίτερα έξυπνους, ταλαντούχους(που δεν έστρωσαν κώλο για σοβαρές σπουδές) ή τυχερούς ομοφυλόφιλους (προκατόχους πισίνας και πόρσε) οι σπουδές τους στην Πιπάντειο κρίνονται απαραίτητες και μονόδρομος μιας και από την φύση τους σπανίως έχουν πρόθεση για χειρωνακτικές/σοβαρές/αντρικές εργασίες.

- Τί μας έλεγε ρε αυτή τόσες ώρες, ότι έχει πάρει ένα χαρτί από ένα Πανεπιστήμιο στα νύχια και στα εξτένσιονς;
- Ναι έχει πάρει χαρτί απ'την Πιπάντειο! χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής εντελώς ανυπόληπτο, που δεν χαίρει ουδεμίας εκτιμήσεως, ούτε σε ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά ούτε και στην αγορά εργασίας.

Η αξία του δηλαδή είναι για τον πούτσο εξ ου και το δεύτερο συνθετικό της λέξης (worth, αγγλιστί αξίζω.)

- Ρε συ πού να 'ναι ο Μάκης; Να το πήρε το πτυχίο από το Imperial;
- Ποιο Imperial ρε μαλάκα; Σε ένα University of Poutsworth τον έχει γράψει η μάνα του και άμα το βγάλει και αυτό, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις.

(από σφυρίζων, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοϊδρυθείσα φυλή φοιτητών στο Α.Τ.Ε.Ι. Αθήνας.

Οι άμοιροι αυτοί φοιτητές που κατονομάζονται από τους συναδέλφους τους ως ΧίΠιδες είχαν την ατυχία να μην περάσουν κάποιο εργαστήριο (μαύρη και αποφράδα η ημέρα εκείνη). Λόγω του πλήθους των φοιτητών που υπάρχει σε κάθε σχολή, ο κομμένος σε κάποιο εργαστήριο συνάδελφος είναι αναγκασμένος να ξαναδώσει το μάθημα, χωρίς όμως να του επιτρέπουν να το ξαναπαρακολουθήσει, επειδή ο αριθμός των ατόμων στις αίθουσες είναι αυξημένος (δεν του έφτανε που κόπηκε, δε θα παρακολουθήσει κιόλας...)

Ο όρος ΧίΠιδες προκύπτει από τα αρχικά Χι-Πι ή αλλιώς Χ.Π. που σημαίνουν Χωρίς Παρουσία ή Χωρίς Παρακολούθηση. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνει παρουσίες, οπότες κάτι είναι και αυτό αφού του δίνεται η ευκαιρία να στρώσει τον κώλο του και να διαβάσει μπας και περάσει πριν να τον καλέσουν ξανά για φαντάρο.

ΔΑΠίτης: Τι έγινε ρε;
ΚΝίτης: Άσε με έκοψε γαμώ την κινησιολογία μου γαμώ. Εσύ;
ΔΑΠίτης: Και μένα με έκοψε η καριόλα...
ΠΑΣΠίτης: Βρε καλώς τους ΧίΠιδες. Άντε με το καλό του χρόνου πάλι βλαστάρια μου.
ΚΝίτης: Καλά και συ τα τρία μου θα πάρεις, δε χαμπαριάζει αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει τσίπα, ο αναίσχυντος, ο άτιμος. Η λέξη προέρχεται από το Ατσιπόπουλο, προάστιο του Ρεθύμνου όπου κατοικούν πολλοί από τους σπουδαίους διανοούμενους καθηγητές του πανεπιστημίου του Ρεθύμνου, το οποίο βρίσκεται επίσης εκεί κοντά.

- Ρε τον ατσιπόπουλο...
- Είδες; Μας τό 'παιζε διανόηση ο παλιοπαπάρας, κι από την άλλη έβαζε τους φοιτητές να του γράφουν τα άρθρα...
- Και τώρα;
- Σιγά μην τον κουνήσουν από τη θέση του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified