Το γνωστό «Γάμησε τα»...
- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.
Το γνωστό «Γάμησε τα»...
- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.
Βλ. και γάμησέ τα κι άφησέ τα
Got a better definition? Add it!
Η δραστηριότητα της ταυτόχρονης διενέργειας δύο εκ των φυσικών αναγκών του ανθρώπου. Ενώ κάποιος προσπαθεί να αεριστεί κάνοντας την χαρακτηριστική γκριμάτσα με τα σφιγμένα χείλια ο οργανισμός αποφασίζει πως είναι μεγάλη μαλακία μια τέτοια οδός να εξυπηρετεί μόνο ένα ρεύμα και την ίδια στιγμή δίνει προτεραιότητα και σε κάποια υποτυπώδους μορφής κουράδα. Άμεση συνέπεια είναι η αλλαγή του βηματισμού του εν λόγω ατόμου σε πιο «μάγκικη» και η στάμπα στο παντελόνι που δικαιολογείται πολύ εύκολα με τον σιχτιρισμό του ανυποψίαστου βοηθού σερβιτόρου, επειδή και καλά σκούπισε την καρέκλα που κάθισε ο μάγκας πλέον με βρεγμένο πανί. Η μυρωδιά είναι βέβαια ένα θέμα, αλλά αν είστε στο κατάλληλο σημείο αυτό είναι το τελευταίο που σας απασχολεί, μιας και το περιβάλλον είναι σύμμαχος, πχ Ψυρρή.
Ο ήχος την στιγμή της πραγματοποίησης του φαινομένου, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, είναι τόσο απολαυστικός και τόσο σκανδαλιστικά και τσαχπινογαργαλιάρικα υγρός, που θα θέλετε να τον ακούτε συνέχεια. Κι αν συνέβη σε μέρος με θόρυβο τότε είναι ακριβώς σαν να σας έρχεται μωρό έξω από την πόρτα χωρίς πριν να έχετε καν ζμπρώξει, εκμηδενίζοντας δηλαδή το κομμάτι «αμιγές καλού» της γνωστής ρήσης.
- Τί έγινε ρε Σάκη τελικά; Το έχωσες στην Κικίτσα;
- Άσε ρε, χτύπησε πάλι ο Μέρφυ. Ήταν αμόλυντη παρθένα η μικρή.
- Και δεν ήθελε ε;
- Όχι ρε, δεν έβλεπε την ώρα, αλλά τα είχα και αξύριστα.
- Και δε γούσταρε με τρίχες ε;
- Όχι ρε, τρελαινόταν με τις τρίχες, αλλά εχέκλασα.
- Και σιχάθηκε ε;
- Όχι ρε, ήταν κρυωμένη και δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά δεν είχα καπότες.
- Και φοβόταν ε;
- Όχι ρε, ήθελε την πρώτη της φορά να το νιώσει καλά.
- Ε τι σκατά έγινε τότε ρε;
Got a better definition? Add it!
Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.
Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».
Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.
Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.
Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.
-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.
-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτό που μας προφυλάσσει από το κέρατο. Σε αντίθεση με το αλεξικέραυνο, το αλεξικέρατο έχει πιο αφηρημένη σημασία και λειτουργία, επομένως μπορεί να είναι χίλια δυο πράγματα: ο ήρωας του Ροΐδη ας πούμε (βλ. παράδειγμα 1) θεωρεί πως το ψώνιο της γυναίκας του δεν της αφήνει καιρό για αγάπες και λουλούδια, άρα είναι αλεξικέρατο.
Ένα άλλο παλιό και δοκιμασμένο αλεξικέρατο είναι η ασχήμια: κυκλοφορεί άλλωστε από παλιά στους φιλολογικούς κύκλους το εξής ρητό: «η γυναίκα είναι σαν την μετάφραση: όταν είναι πιστή δεν είναι ωραία και όταν είναι ωραία δεν είναι πιστή».
Όπως το αλεξικέραυνο ετυμολογείται στα αλεξι- (= αυτό που διώχνει) + κεραυνός, έτσι και το αλεξικέρατο βγαίνει από τα τα αλεξι- + κέρατο.
Η λεξιπλασία αυτή είναι αναμφίβολα παλιά, αφού την συναντάμε στο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», γραμμένο το 1894.
(Από το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου»)
«Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, 'αλεξικεράτου'.»
(από εδώ)
«Αν νοιώθεις έντονη φαγούρα στη κορυφή του κεφαλιού άστο μη το ψάχνεις, είναι αργά (αλεξικερατο δεν υπάρχει).
Δεν γράφω άλλα μη τυχόν και διαβάζει το μπλογκ σου η δικιά μου και μάθει όλα τα κόλπα.»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).
Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.
Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.
Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.
(Δύο φίλοι συζητούν)
Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;
Got a better definition? Add it!
Τα εισιτήρια για κάπου όπου δεν θέλουμε να πάμε, ή αυτά που φτύνουμε αίμα για να αποκτήσουμε.
Τέσσερις ώρες περίμενα στην ουρά για τα γαμολοσιχτίρια, ε μπάφιασα κι έφυγα, στο διάλο και η συναυλία και όλα.
Got a better definition? Add it!
Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...
Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.
- Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
- Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;
- Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
- Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.
Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:
Εφουμέρναμ' ένα βράδυ,
αργιλέ σπαχάνη μαύρη,
δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα.
Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι,
και δεν βρίσκουνε ντουμάνι.
Ζούλα όλοι οι αργιλέδες,
φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.
Got a better definition? Add it!
Κολλητός και αδελφικός φίλος του Μαστακουνά (συνήθως) Δημητρίου.
Αμφότεροι παρευρίσκοντο εις άπασας τας σπασαρχιδικές συζητήσεις ή νουθετήσεις.
Ετυμολογικά αυταπόδεικτο.
- Όστις συλληφθεί καπνίζων εις τας τουαλέτας θα οδηγηθεί πάραυτα εις τον Γυμνασιάρχην και αν δεν πάρει πενθήμερον αποβολή να μην με λένε Κωνσταντίνο Μπουλουγρή…
Από την μάζα των συγκεντρωμένων μαθητών:
- Ιωάννης Μαστακλάνης.
Ο διπλανός του σφίγγοντας του το χέρι: - Μαστακουνάς Δημήτριος.
Ο Μπουλουγρής:
- Ησυχία είπα, τι λέτε εσείς εκεί κάτω Δρακόπουλε;
Ο Δρακόπουλος/Μαστακλάνης:
-Τίποτα, Κύριε καθηγητά, τίποτα…
Got a better definition? Add it!
Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».
Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).
Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...
Από εδώ:
«Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»
(διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
- Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
- Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified