Όταν τιμή ενός προϊόντος είναι ιδιαίτερα υψηλή και δεν συμβαδίζει με την ποιότητά του, τότε χρησιμοποιούμε τον όρο «πιασοκωλιά».
- Ρε ήπια ένα καφέ στη Γλυφάδα και πλήρωσα 5€!!! Άσε, μεγάλη πιασοκωλιά!!!
Όταν τιμή ενός προϊόντος είναι ιδιαίτερα υψηλή και δεν συμβαδίζει με την ποιότητά του, τότε χρησιμοποιούμε τον όρο «πιασοκωλιά».
- Ρε ήπια ένα καφέ στη Γλυφάδα και πλήρωσα 5€!!! Άσε, μεγάλη πιασοκωλιά!!!
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.
Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...
Got a better definition? Add it!
Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.
- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαλάκας με δεύτερο συνθετικό το όνομα Αντρέας, που προφανώς επιλέχθηκε γιατί ξεκινάει με άλφα και με το ίδιο γράμμα τελειώνει το πρώτο συνθετικό της λέξης. Είναι ίσως η μοναδική λέξη με ένα όνομα για συνθετικό το οποίο δεν είναι Θόδωρος ή Θοδώρα π.χ. γυναικοθόδωρος, Παστρικοθοδώρα. (αν κανείς ξέρει κανένα άλλο ας με διορθώσει)
Τρέχα ρε μαλακαντρέα θα χάσουμε το πλοίο.
Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φοιτητή. Παραπέμπει στο φυτό.
Όλοι οι φοίτουλες πλακώνουν τους φραπέδες μήπως και τους έρθει η Θεία έμπνευση και περάσουν κανένα μάθημα, γιατί όλο το εξάμηνο το βγάζανε σε καφετέριες. (από το διαδίκτυο)
Καθίστε ρε παιδιά, κάθε μέρα από εκεί περνάω και δεν έχω δει και τίποτα το αξιόλογο στο Πολυτεχνείο της Πατησίων. Ή εγώ είμαι στραβός και μου λένε ψέματα ότι βλέπω άψογα ή απλά υπάρχουν πολύ λίγες που είναι όμορφες. Αντιθέτως Ζωγράφου θα βρείς αρκετές κοπέλες που να σου αποσπάσουν τη προσοχή από τα μαθήματα (γιατί ως γνωστόν είμαστε και φοίτουλες). (από το forum στο polytexneio.gr)
Got a better definition? Add it!
Published
Αλοιφές, λοσιόν, κρέμες, σπρέι, ματζούνια και ο,τιδήποτε άλλο απλώνουμε στο δέρμα μας - ειδικά αν είναι λιπαρό ή γλοιώδες και έχει έντονη μυρωδιά.
Ειδικότερα, ο όρος έχει τέλεια εφαρμογή στα κάτωθι:
- Καλά ρε μανούλα μου, είναι δυνατόν να ξέχασες πάλι τα πασαλειψατέρ; Ντάλα μεσημέρι ... θα καψοκαούμε... αφού είπες ότι τα είχες βάλει στην τσάντα με τις πετσέτες ...
Got a better definition? Add it!
Published
Παράφραση της λέξης παλληκάρι. Ο παλληκαράς, ο για τον πούτσο, ο τσολιάς, ο εκπροσωπών τα τρία κακά του έθνους: μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι, που λέει και η τοις πάσι πλέον γνωστή ρήση.
(βαριέμαι και να σκεφτώ παράδειγμα για την πάρτη του. Αυτοσχεδιάστε παρακαλώ...)
Got a better definition? Add it!
Παράπονα, διαμαρτυρίες, γκρίνιες. Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, συνήθως από γονείς προς/για μικρά παιδιά. Πιθανόν είναι ηχομιμητική επιφωνημάτων διαμαρτυρίας.
Εκφράσεις: κάνω μουτσουτσούνια, άσε τα μουτσουτσούνια!
- Φάε Κωστάκη το φαγητό σου...
- Δεν μου αρέσει!
- Αυτό έχουμε, αυτό θα φας. Άσε τα μουτσουτσούνια!
- Τι έχει γυναίκα το παιδί; Δεν είναι καλά; - Μπα, απλώς δεν θέλει να πάει σχολείο και κάνει μουτσουτσούνια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από την εκπληκτική τριλογία Amici Miei (Εντιμότατοι Φίλοι μου), προέρχεται η αυτονομημένη ατάκα «γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα», που αποτελεί ελέυθερη μετάφραση εκ του ιταλικού πρωτοτύπου από έναν προφανώς πεφωτισμένο επαγγελματία μεταφραστή. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να θολώσει τα νερά και να παρέχει μία αληθοφανή δικαιολογία για κάτι που περισσότερες λεπτομέρειες δε χρειάζεται/δεν πρέπει να δοθούν. Έτσι χρησιμοποιείται και στην αυτονομημένη της εκδοχή.
- Λουκά μου, μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη μαμά μου και μετά λίγο μέχρι το ΙΚΕΑ και αν έχουμε καιρό για πέντε λεπτάκια στο κομμωτήριο;
- Θα ήθελα πάρα πολύ αλλά πρέπει να γουρδώσω το περπούτσι...
- Ποιο; Τι λες Λουκά;
- Ναι, παράμοιρα. Ασ' τα να παν. Έπρεπε να είχα ήδη φύγει.
- Και πώς εξηγείς τότε το λεκέ στο πουκάμισο Αρχέλαε; Ε;
- Έπρεπε να γουρδώσω το περπούτσι παράμοιρα και βιαζόμουν και όπως το έβαζα ακούμπησε στο ρουζ που ήταν ανοιχτό πάνω στον πάγκο, Πίτσα μου.
Βλ. και καλιμπιστίρι!.
Got a better definition? Add it!
Από τα ουσιαστικά κώλος και πιλάλα (= το γοργό τρέξιμο, η τρεχάλα).
Κυριολεκτικά σημαίνει την πιεστική ανάγκη για αποπάτηση, το κόψιμο δηλαδή... Μεταφορικά όμως, όπως χρησιμοποιείται συνήθως, υποδηλώνει την μεγάλη βιασύνη / αγωνία / ανυπομονησία / ανησυχία για κάτι.
Βλέπε και κωλοσφίξιμο/κωλοσφιξούρα/κόψιμο.
- Άντε, ξεκίνα! Θα αργήσουμε στο ραντεβού και θα φύγουν τα γκομενάκια!
- Σιγά ρε μαλάκα, σε μισή ώρα έχουμε πει, εδώ δίπλα... Μα τι κωλοπιλάλα σ' έχει πιάσει, μπορείς να μου πεις;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified