Further tags

Ο κακώς εννοούμενος οίστρος, δηλαδή ο χυδαίος, ο (ζ)αγοραίος οίστρος, αυτός που έχει απώτερο (και εγγύτερο) σκοπό το ξέδωμα, το ξαλάφρωμα, το γαμήσι. Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος ή κάποιοι αραδιάζουν μαλακίες σωρό πιστεύοντας ότι λένε κάτι σπουδαίο ή ιντελεκτουέλ.

Βλέπε και σχετικό διάλογο στα σχόλια του χαγιαπούτσα.

- Εννοώ, μια ενιαία πλατφόρμα σε αντιιμπεριαλιστική βάση, έξω και πέρα από λογικές του ευρωμονόδρομου και της ρεβιζιονιστικής φράξιας της μεταμοντέρνας αριστεράς.
- Να μη σε κόψω πάνω στο χύστρο σου, αλλά το αριστερό μου κλαίγανε και το μοιρολογούσαν! Τι παπαριές μας αραδιάζεις; Το θέμα είναι τι γίνεται με την επιδότηση!

Με συνεπήρε ο χύστρος (από panos1962, 06/11/09)Αγορητής σε χύστρο (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικό αμάλγαμα του γνωστού βραβείου Νόμπελ και της τρόμπας, με σαφείς αναφορές στην περιεχόμενη σε αυτή λέξη ρόμπα. Είναι το νοητό βραβείο που απονέμουμε ως ένδειξη ανύπερβλητης βλακείας/ασχετίλας/ξεφτίλας/αγαρμποσύνης. Κοντολογίς, όταν κάποιος τα έχει κάνει θάλασσα γίνεται ευθύς υποψήφιος για Τρόμπελ.

- Εεε...αφεντικό...έχω άσχημα νέα: νομίζω ότι μου έκλεψαν τη νταλίκα όταν σταμάτησα στο βενζινάδικο για κατούρημα. - Μπράβο βούρλο. Θύμισέ μου να σου απονείμω το βραβείο Τρόμπελ και να σε απολύσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που, όταν τον ακουμπάει κάποιος ή όταν φυσάει αέρας, πέφτει κάτω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και τον πυροβόλησαν οι ληστές με τα καλάσνικοφ, για να εκμαιεύσει απο τον λάιντσμαν φάουλ ή πέναλντι - αυτός λέγεται καραγκούνης.

Επειδή η κατάσταση με τα χρόνια επιδεινώνεται και ο τύπος μάλλον
πάσχει απο την σπάνια νόσο των δυτών, από τούδε και στο εξής στο κάθε άσκοπο πέσιμο στο γηπέδο, στο δρόμο, στο μαγαζί ή στο σχολείο, ο οποιoσδήποτε επαγγελματιάς ή όχι ποδοσφαιριστής μπορεί άνετα να ονομάζεται καραβούτας.

Παίζεις 5x5 με συναδέλφους απο την εταιρεία, παίρνει το τόπι ο κοιλαράς προϊστάμενος, κάνει 2 μέτρα και πέφτει κάτω ζητώντας φάουλ. Πάς από πάνω και του λες «σήκω πάνω, ρε καραβούτα τι φάουλ». Bέβαια, την επόμενη φορά που θα ζητήσεις άδεια θα πάρεις τα @@ σου αλλα τεσπά.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Δες και θέατρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το από θέση ευθύνης καθαιρεθέν και πλέον ανυπόληπτο στέλεχος οργανισμού ή εταιρείας.

Λογοπαίγνιο με τις λέξεις πρώην και προϊστάμενος.

- Ήρθε ο Δημητρίου και ζήτησε αναφορά μέχρι την Παρασκευή για τις νέες συμβάσεις και φώναζε.
- Ποιος καλέ, ο κ. πρωηνστάμενος, άστον να λέει. Δεν είδες το καινούργιο οργανόγραμμα στο ΣουΔουΠού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προορίζεται για τα μπάζα, για ανακύκλωση, για τα ΧΥΤΑ.

Εμφανισιακά, αλλά και ψυχολογικά, αυτός που δεν βλέπεται, δεν υποφέρεται, δεν δικαιολογείται.

Ο τελείως άχρηστος, ο ανυπόφορος, αλλά κυρίως ο προκαλών άσχημη αισθητική εντύπωση.

  1. Τον είδα και αλάφιασα, τον γιαταμπάζα, τον λέτσο.

  2. Από τότε που τον σχόλασε το Μαράκι, έχει γίνει γιαταμπάζας ο Θρασύβουλας.

(από ougk, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διεθνούς φήμης και ευρείας αποδοχής Έλληνας ποιητής με κλίση εις την κομμωτικήν και δη στις ανταύγειες. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον ειρωνικά για να σαρκάσει αποτυχημένες απόπειρες ποίησης ή και συνθημάτων, από άνοιωθους Ελύτηδες του κώλου, ενώ από ξανθιές Λίλιαν χρησιμοποιείται απλά ως ανορθόγραφη ερώτηση για το χρώμα των μαλλιώνε χωρίς ίχνος σύνδεσης με τον μεγάλο ποιητή. Το γεγονός ότι τα ποιήματά του σπάνια εμπεριείχαν ομοιοκαταληξία, συνήθως παραλείπεται λόγω άγνοιας.

  1. - Ρε Μήτσο, άσε κάτω την τσαπού, δε μακραίνει άλλο αφού!
    - Ωωωω... Ταβάφης;;
    - Όχι φυσικά είναι.
    - Ρε τι χρώμα μαλάκας είναι αυτός...
    - Ακαζού.
    - Αφακγιου μλκ.

  2. - Κρύο, κρύο, άντε γαμήσου κρύοοο (σύνθημα στην Τούμπα σε χειμερινό αγώνα Παοκ-Ολυμπιακός) Ριερα: - Γουατ ιζ δις καπτεν;
    Νικοπολίδης: - Ταβάφης φορσούρ.

(από Khan, 12/05/13)(από Khan, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified