Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος τραγουδιστή/ίστριας που εμμένει στην άποψη ότι είναι «επαγγελματίας με σπουδές στο εξωτερικό» αλλά στην ουσία έχει ξεπεράσει ακόμα και τον χαρακτηρισμό τραγουδιάρης /-άρα (και εννοείται ότι οι σπουδές του/της έχουν ολοκληρωθεί στο ΤΕΙ καφεκοπτικής). Ερμηνεύει «τεράστιες επιτυχίες» με στίχους «υψηλών νοημάτων», του τύπου «Χίλιες φωτιές με καίνε, τα μπούτια μου το λένε». Λόγω της «δεινής» τραγουδιστικής του/της ικανότητας, το κέντρο διασκέδασης που εμφανίζεται είναι συνήθως εξαιρετικά καθαρό (κατσαρίδες και λοιπά έντομα μετοίκησαν μόλις άνοιξε το στόμα του/της). Ανήκει στην πάνιδα, όπως και το 99% των υπολοίπων έμβιων όντων του εν λόγω μαγαζιού και έχει εντονότατα δείγματα γουστέλλειψης. Σε περιπτώσεις που η κατάσταση του/της έχει φτάσει σε απελπιστικά επίπεδα, χρησιμοποιείται και ο όρος «τραγουβιαστής (ο,η)» οπότε επιτρέπεται (και επιβάλλεται) ευθανασία.

- Εγώ είπα το σουξέ μου αγάπη μου «Με τρέλανες αλάνι μου, μπες στο σιντριβάνι μου» σε μεγάλες πίστες! Στα «Ξεφαντώματα», στο «Γλεντοκόπι», στη «Σκάλα»…
- Του Μιλάνου;
- Τι ν’ αυτό; Καλέ όχι, του Ωρωπού!

(Κλασικό παράδειγμα από εξώφυλλο δίσκου τραγωδιάστριας, βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 27/10/07)κατα συρροή (από xalikoutis, 19/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι ο σεπούλτουρος, ο φανατικός του συγκροτήματος Sepultura, για να ακούγεται ειρωνικά προς το «κουλτουριάρης».

Ο μεγάλος αδερφός μας βγήκε πολύ κουλτουριάρης. Ο μικρός πάλι σεπουλτουριάρης.

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λαϊκός τραγουδιστής που εντάσσει στοιχεία ροκ στο ρεπερτόριό του, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα λαϊκού, τσιφτετελέ (μπουζούκι) και εν γένει μοντέρνου, πιο ηλεκτρικού και αλλοδαπού («ροκ») ήχου.

Ο όρος χρησιμοποιείται σε καλλιτέχνες-βάρδους όπως ο Μπίγαλης και (μακράν και κυρίως) ο Δάντης.

- Εμένα μου αρέσει ο Δάντης. Είναι έθνικ ο ήχος του.
- Ποιος έθνικ ρε; Μπουζουκοροκάς είναι ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαέστρος περιπαιχτικά (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

  1. - Οι Φίλοι Μοντέρνας Μουσικής, μια χορωδία που φέτος κλείνει 20 χρόνια, ζητάει τενόρους. [...] Όσοι ενδιαφέρεστε παρακαλώ στείλτε μου πμ.
    - Σαν δεν ντρέπεσαι να ζητάς τενόρους για τους Μοντέρνους και να μην ζητάς για την Χορωδία Αθηνών, που στο κάτω κάτω έχει και 85 χρόνια ιστορία.
    - Η Αθηνών μέχρι το καλοκαίρι βολεύεται με τες γυναίκαι, με τέτοια ρεπερτόρια που διαλέγει ο μανέστρος της.
    (από φόρουμ)

  2. - Πώς λέγεται το ρύζι που διευθύνει ορχήστρα;
    - Μανέστρος.
    (παιδικό ανέκδοτο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλλιτέχνης/τραγουδιστής Μιχάλης Χατζηγιάννης, με την ιδιαίτερα ισχυρή και στενή συνεργασία με τον ΟΤΕ και τις θυγατρικές του.

Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα τραγούδια του συχνά λανσάρονται πρώτα ως μέρος διαφήμισης προϊόντων ΟΤΕ και αργότερα ως το περιεχόμενο του αντίστοιχου δίσκου/CD.

- Άκουσες το καινούργιο του Οτεγιάννη;
- Όχι ακόμα, με το που μπαίνουν διαφημίσεις το αλλάζω και δεν το 'χω πετύχει...

(από EvoOz, 09/03/09)(από jesus, 02/06/11)

Βλ. και Χατζηγιάννης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το στόκος και ability (= ικανότητα, δεξιότητα κλπ, άρα αντιφατική έννοια με αυτήν του στόκου) και με άρωμα από τη λέξη rockabilly, ο όρος χρησιμοποιείται χαϊδευτικά για να αποκαλέσουμε στόκο κάποιον που δεν θέλουμε να προσβάλουμε.

σλανγκασίστ: Nick

- Αχ συγνώμη, τα μπέρδεψα λιγάκι, δεν μου είχες πει ότι θα με περιμένεις μέσα στο μαγαζί κι όχι έξω;
- Πού μέσα, ρε στοκαμπίλιτι; Αφού δεν έχει ανοίξει ακόμα!

Βλ. και ελ στοκαδόρ, Στόκεμον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified