Further tags

Πρόκειται για εκνευριστική μετάλλαξη περιβαλλοντολόγων που έχουν σκοπό ζωής να πας πρήζουν τα αρχίδια. Εκ του γκρην (green) και γκρινιάρης.

Το κύριο χαρακτηριστικό των γκρηνιάρηδων είναι η συνεχής και αλαζονική εριστικότητα, έστω κι αν συμφωνείς με τις βασικές αρχές της οικολογίας. Δίκην δε ψυχικών βαμπίρ, προσπαθούν μονίμως να σε ρίχνουν σε τριπάκια ενοχής επειδή δεν αφιερώνεις τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο σου για να σώζεις μοναχικές-μοναχικές φώκιες από βέβαιο πνιγμό, ή τουλάχιστον ρε αδελφέ δεν αυτοκτονείς για να σώσεις τον πλανήτη απ' τον υπερπληθυσμό που απειλεί την μητέρα Γη.

Ο τυπικός γκρηνιάρης θεωρεί ότι η ελλιπής σωματική υγιεινή μάς προστατεύει από το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η δε τυπική γκρηνιάρα δεν ξυρίζει τις μασχάλες της για να μην επιβαρύνει το περιβάλλον με μη βιοδιασπώμενα ξυραφάκια. Οι γκρηνιάρηδες αποτελούν με τον σιχαμένο τρόπο τους ζωντανή δυσφήμιση του οικολογικού κινήματος.

- Άφησες βλέπω dreadlocks Δημητράκη, χρόνια και ζαμάνια!
- Καλά δεν έχεις κοινωνική συνείδηση; Το ξέρεις ότι το άθλιο παπάκι σου επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα και διακυβεύεται το μέλλον του πλανήτη; Με ένα ποδήλατο ή με ένα υβριδικό βρε αδελφέ δεν θα αισθανόσουν λιγότερες τύψεις;
- Δεν μας χε ρε παπάρα γκρηνιάρη, και ο Χίτλερ χορτοφάγος ήταν!

(από xalikoutis, 02/11/08)(από xalikoutis, 02/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των παικτών του μακράν πιο άδικου και τσάτσικου τυχερού παιχνιδιού, για να δώσουν κύρος στο χόμπυ τους. Αν και το χόμπυ εξ ορισμού δεν χρειάζεται κάποιο λόγο ύπαρξης ή δικαιολογίας εκτός από την ευχαρίστηση που δίνει σε αυτόν που το κάνει, ελάτε στη θέση αυτών που παίζουν συστηματικά. Ποιος θα έλεγε ότι το χόμπυ του είναι να κάθεται μπροστά σε μια τηλεόραση που δείχνει την σελίδα 533 του teletext, να ακούει το μαγευτικό ήχο της μηχανής επικύρωσης των δελτίων και να μονολογεί κάθε πεντάλεπτο: «Αχ ρε γαμώτο, για ένα θα έπιανα»; Εντάξει, είναι και ο πάνσοφος ιδιοκτήτης που σου μεταδίδει την απέραντη γνώση του πάνω στις τριάδες τις καλές αναμεμειγμένες με πολιτική και κουτσομπολιό αλλά και πάλι τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά.

Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως το προποτζίδικο είναι το κομμωτήριο των ανδρών πράγμα ακόμη πιο μειωτικό. Οπότε με τη λέξη κινονάω (< kino) απευθείας σώζουμε την κατάσταση δίνοντας την εντύπωση πως πάμε για πράγματα που αφορούν την εσωτερική μας αναζήτηση, ενώ απλά χάνουμε εκείνα τα μικρά στρόγγυλα νομίσματα που γράφουν 50 και δεν τα υπολογίζουμε. Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για να συνδεθεί το κωλοπαίχνιδο με εξωτερικές δυνάμεις που υπάρχει μια πιθανότητα να βοηθήσουν είναι πραγματικά μάταιη.

- Πού πας βρε αχαΐρευτε πάλι; Μην τυχόν σε ξαναμαζεύω από καμία λάσπη.
- Όχι ρε Κατίνα μου, να δες, γεμάτος 50λεπτα είμαι, να kinoνήσω πάω. Δεν τα ακούς που κρατσανίζουν στις τσέπες μου;
- Τι να κοινωνήσεις ρε αντίχριστε, ούτε Χριστούγεννα είναι, ούτε Πάσχα.
- Βρε άκου με που σου λέω.
- Καλά, άναψε και μια λαμπάδα μπας και σου ξανασηκωθεί.
- Έλα βρε Κατινούλα, τι λες τώρα, θα μας ακούσει κανείς και θα γίνω και ρεζίλι.
- Σιγά μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.

(Όπως καταλαβαίνετε το όνομα του άνδρα δεν αναφέρεται για ευνόητους λόγους. Και επίσης και οι τοίχοι έχουν αυτιά.)

Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, λάτζα γιόγκα, ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωρικός, ο Μπουρτζόβλαχος, ο τσέλιγκας.

Σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό παράγωγο από το αξεσουάρ του βοσκού, την γκλίτσα, και δεύτερο συνθετικό το αγγλικό boy. Είναι το άτομο που δείχνει από χιλιόμετρα την βουκολική του καταγωγή με διάφορες συμπεριφορές και τάσεις μέσα στο αστικό γίγνεσθαι!

- Πολύ γκλιτς-μπόυ το άτομο, από πού κατέβηκε; Μόνο το ταγάρι του 'λειπε!

Σχετική έκφραση στην αγγλική: You can take the boy away from the village, but you can never take the village away from the boy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός, συνήθως επί πληρωμή, της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης και μέλος του μεγαλύτερου συνδέσμου, του Super 3. Η κερκίδα τους είναι στη θύρα 3 στο γήπεδο του Άρη «Κλεάνθης Βικελίδης». Αντίθετο του το ποντίκι.

- Που θα δεις το ματς ρε Κώστα;
- Μάλλον με τους σουπεράδες στην 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(μειωτικό)

Ο φανατικός Χριστιανός, αυτός που (σχεδόν) πρεσβεύει την βίαιη επιβολή του Χριστιανισμού.

- Αυτός ο Νώντας μωρ' αδερφάκι μου, μας ζάλισε τον έρωτα χθες το βράδυ. Μια κριτική στον αρχιεπίσκοπο πήγα να κάνω και με σκυλόβρισε το καθίκι... μετά άρχισε το γνωστό παραλήρημα περί της «Εθνοσωτήριου» και γίναμε μπίλιες.
- Εμ... Όταν στα λέω να μην τον κάνεις παρέα αυτόν τον χριστιανοταλιμπάν εσύ δεν μ΄ακούς!

Βλ. και σχετικό λήμμα αγριοχρίστιανος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα μούφα γυαλιά Ρέιμπαν, αγορασμένα από πανηγύρι ή από κάποιον μαύρο.

- Πςςς... και γαμώ τα γυαλιά εε... Πόσο είχαν; Καμμιά 150ριά € ;
- Όχι ρε 'συ, 5 € από το πανηγύρι τις προάλλες.

(από Khan, 04/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση στην οποία επιτυγχάνεται τρελό κέφι. Το τζέρτζελο, πανικός.

Έχασες ρε Κώτσο που δεν ήρθες στο πάρτυ, περάσαμε γαμάτα, έγινε το χάι χου. Το κάψαμε.

Χάι Χο - το τραγούδι των 7 νάνων σε ελληνική έκδοση (από poniroskylo, 17/12/08)

Βλ. και σχετικά λήμματα τζερτζελές, o, χαμός, χαβαλές, χαβαλέ, χουλιαμάς και χουχλιαμάς, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά που αποδίδει τις εκφράσεις «με συγχωρείτε» ή/και «ορίστε;»

Εκ του αγγλικού excuse me και του ελληνοπρεπούς ξέσκισέ με. Σε αντίθεση με τα ετυμολογικά υπονοούμενα, η έκφραση κατά τεκμήριο δεν υποκρύπτει ερωτικά υπονοούμενα.

- Βρε Νικόλα... και ξεσκιούζ μι δηλαδής, αλλά, ρε παιδάκι μ', εσένα η ορολογία σε πείραξε; Και εδώ που τα λέμε δηλαδή, ποιά ορολογία; Εδώ το παιδί έχει μπλέξει τα γεμιστά με τις ποπιέτες... :lol: :lol: :lol:
(Αρκούντως gay διάλογος από κάποιο forum)

- Όσο για τους γάβρους, ξεσκιούζ μι αλλά εγώ πηγαίνω μόνο στις δικές μας φιέστες, οπότε δεν ξέρω τι φωνάζουν τα κοτόπουλα με κράνη.
- Λογικό είναι να μην ξέρεις: δεν βγήκε τυχαία το παρωνύμιο λαγοί. Απορώ μόνο που τα είδες τα κοτόπουλα με γυρισμένη την πλάτη;
(Ανταλλαγή φιλοφρονήσεων μεταξύ φιλάθλων κάποιο forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Update του «είμαι ταπί» στην εποχή του εύκολου πλαστικού χρήματος («πλαστό χρήμα», κατά Άντζελα Δημητρίου). Παράγωγο απ' το ταπί και τον αριθμό pin.

Χαρακτηρίζει τον Νεοέλληνα, που παλιά θα κλαψομουνούσε ότι «δεν έχει μία», «έχει άδεια τσέπη» κ.τ.ό., αλλά σήμερα θεωρεί ότι η αποστήθιση του ενός έως νιοστού αριθμού pin για την πιστωτική του, ή την κάρτα που τον συνδέει με το δανειοδάνειο, αρκεί για τη λύση όλων των προβλημάτων του.

Επίσης: 1. Ταπίν και ψύχραιμος: Ο Νεοέλληνας που χρωστά ιλιγγιώδη ποσά σε δανειοδάνεια, αλλά συνεχίζει ψύχραιμα το ίδιο χλιδάτο ή χλιδαίο στυλ ζωής. 2. Ρέστα, ταπίν και ψύχραιμος.

Ο όρος εισήχθη απ' τον Χάρρυ Κλυνν (πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, εννοείται).

- Κι οικονομικά πώς πας ρε Μπάμπη;
- Άστα και χέστα! Είμαι ταπίν! Δυο χιλιάρικα Ευρώ έχω αυτή τη στιγμή στο πορτοφόλι μου! Τα σήκωσα το πρωί απ' το δανειοδάνειο!

(από Khan, 05/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified