Further tags

Επιβραδυντικά, δηλαδή ουσίες που σου κρατάνε το πουλί χαμηλά (βλέπε παπαροκτόνο).

Προέρχεται από το αντικούκου, όμως σε ένα περιβάλλον που οι άλλοι δε θέλεις να καταλάβουν το καμουφλάρεις και το λες αντικουκουρούκου.

- Ρε συ, έφαγα ρυζόγαλο και δε μου σηκώνεται.
- Αφού βρε άσχετε η κανέλα είναι αντικουκουρούκου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη.

Είναι αιχμή για το γεγονός ότι οι καφετέριες, και οι χώροι διασκέδασης γενικότερα, πολλαπλασιάζονται ενώ οι παραγωγικές δραστηριότητες φθίνουν και το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης υποβαθμίζεται.

Είναι και μια γενικότερη αναφορά στους ρυθμούς των Σαλονικιών - οι οποίοι είναι, υποτίθεται, τύποι χαλαροί και αραχτοί με την φραπεδιά μονίμως στο χέρι και το βαρύ κλίμα ως έτοιμη δικαιολογία.

Πάει πακέτο με άλλα κλισέ του τύπου «Η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη» και «Η Θεσσαλονίκη έχει καλό φαΐ».

Άλλα σχετικά λήμματα: θεσσαλονικιώτικα, μπαγιάτης

  1. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Φραπεδούπολη, αλλά πλέον είμαι οικονομικός μετανάστης στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι μου. Δυστυχώς η πόλη μας δεν μπορεί να μας κρατήσει γιατί έχει βαλτώσει. (Post στο blog του Μ. Ανδρουλάκη)

  2. Σε μια απέραντη φραπεδούπολη θέλει να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, δήλωσε χθες ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης. «Όλες οι αναπλάσεις που κάνει ο δήμαρχος κατεδαφίζουν την ιστορικότητα και ισοπεδώνουν την ταυτότητα των μνημείων. Μετατρέπουν την πόλη σε μια απέραντη καφετέρια». (Από Ελευθεροτυπία, 08/09/06)

(από electron, 22/09/09)Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπυρολαμόγιο είναι το άτομο αυτό που γλυκοκοιτάζει την μπύρα σου και με το που θα γυρίσεις το βλέμμα σου θα βάλει χέρι στο πολύτιμο ποτό σου και θα κατεβάσει όσες περισσότερες γουλιές μπορεί.

Ένα μπυρολαμόγιο υπάρχει σε κάθε παρέα που σέβεται το αλκοόλ και συνήθως πρόκειται για κάφρο αρσενικού γένους. Ασχέτως αν έχει λεφτά να πληρώσει την δική του μπύρα το μπυρολαμόγιο πιστεύει πως η μπύρα του πλησίον του έχει πάντα καλύτερη γεύση. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και η χρήση της λέξης «ποτολαμόγιο».

- Πώ ρε φίλε, κοίτα τι μπήκε μες το μαγαζί.
- Πάω, πάω.
- Κάτσε ρε μαλάκα να πιούμε την μπύρα μας πρώτα και μέτα πάμε να κεράσουμε σφηνάκι.
- Ρε συ, ποιός ήπιε την μπύρα μου; Ούτε στην μέση δεν την είχα φτάσει. Μαλάκα Βαγγέλη εσύ την ήπιες πάλι; Τι μπυρολαμόγιο είσαι αδερφέ μου.
- Όχι εγώ ρε, στ'ορκίζομαι ο Κώστας ήταν.
- Ποιός Κώστας ρε φιδέμπορα που το μουστάκι σου απο τον αφρό είναι σαν του Παπαφλέσσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοκατάσταση στο ηλιοβασίλεμα.

- Μα πού χάθηκαν όλοι;
- Γίνεται ηλιοβασίλιωμα στο βραχάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.

- Τσακώσανε οι μπάτσοι την άκρη μου και έχω μείνει ανέμπαφος εδώ και δύο βδομάδες. Ξέρεις εσύ κανέναν που να δίνει πράμα γκαραντί;
- Ξέρω έναν τύπο που πουλάει ρωσσικό σταφ.
- Ρωσσικό;;; Μη φάμε κάνα πακέτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός έχει ένα καφέ-πράσινο χρώμα και συνήθως ένα πακέτο από τέτοια δεν κάνει πάνω από 2 ευρώ (π.χ. Γουίνστον).

- Πόσα σου μείνανε;
- Δύο ευρώ.
- Αμάν,πάλι πουτσιγάρα θα πάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified