Further tags

Ο αυνανισμός, η μαλακία η κοινή.

Ο όρος παραπέμπει με διάθεση παλιμπαιδισμού στη βρεφική ηλικία, όπου το γνωστό και αθώο βρεφικό παιχνίδι διακτινίζεται αυτούσιο στην εφηβική και ενήλικο διαδεδομένη αυτοϊκανοποιητική δραστηριότητα.

Προς τον μαλάκα που συνεχίζει ακατάπαυστα τις μαλακίες: - Βάρα, μαλάκα, βάρα την πεοκουδουνίστρα.

(από iwn, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.

Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.

- Πως πήγε το καμάκι στο μπαρ;
- Άσε, τζίφος.
- Κατάλαβα, πάλι με τη χουφταλία θα τη βγάλεις απόψε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος υποδηλώνει την τεμπέλα, την ακαμάτρα, αδιάφορη, αλλά και ονειροπόλο γυναίκα που συνήθως λουφάρει ξύνοντας και μαδώντας το μνί της, γι' αυτό και το συνώνυμο σε αρσενικό είναι ο ξυσαρχίδης (συνώνυμή της η μουνοξύστρα).

- Ακόμα δεν άνοιξε το κομμωτήριο η Πόπη, Κούλα μου!
- Μα χρυσή μου, αφού είναι στον κόσμο της, μεγάλη μουνομαδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχεις υπόψη σου τον καταρράχτη Νιαγάρα; Φσντάσου τώρα ένα κολοσσιαίο αιδοίο στη θέση του... That's right!

Με άλλα λόγια το αιδοίο που έχει υγρανθεί τόσο πολύ που νομίζεις ότι αν τον κόψεις και το βάλεις στόχο από μακριά, θα μπει τόσο εύκολα όσο έβαζε τα τρίποντα ο Μάικλ Τζόρνταν.

Και για να με νιώσεις περισσότερο, άσκηση για το «σπίτι» (ναι με «» γιατί μπορεί να μη σας εμπνέει το σπίτι σου βρε αδερφέ): Παρατήρησε πόσο έχει υγρανθεί το μουνί της γυναίκας σου 5 λεπτά αφού της τον βάλεις! Δε γαμιέστε, απλά γλυστράτε! Δεν γαμάς γυναίκα, αλλά θάλασσα!

- Για πες ρε κολλητέ, τί λέει η μικρή στο κρεβάτι;
-Τ α πάμε πολύ καλά, μουνιαγάρας γίνεται όταν το κάνουμε!

Παγωμένος Νιαγάρας (από Khan, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετος όρος που αποτελείται από το πρόθεμα πουτσο- (με την κυριολεκτική έννοια αλλά και με την -για τον πούτσο- έννοια), και την σλανγκ, όπως απεικονίζεται στο σλανγκρ.

Ο όρος ομπρέλα αναφέρεται:

α) σε όλα εκείνα τα πιπεράτα λήμματα που ανθούν στο σλανγκρ, τύπου αδημουνώ, αχλαδομουνοπατσαβούρα, εθελοντής πουτσοδότης, πουτσομεζές κ.λ.π., τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο των λημμάτων.

β) στα ίου λήμματα, τα οποία ακροβατούν μεταξύ σεξουαλικού και εμετικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι ότι στα ιταλικά, πούτσα (puzza) σημαίνει βρώμα (ουσιαστικό αλλά και ρήμα στο γ' ενικό).

Παράγωγo: πουτσοσλανγκιστής (ο σλάνγκος με έφεση στα πουτσολήμματα και όχι ο σλάνγκος για τον πούτσο)

Άμα περπατήσει ο όρος, θα βάλω και παραδείγματα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτρέψτε μου κατ' αρχάς να πω ότι έχω υπάρξει αυτήκοος μάρτυρας της βρισιάς αυτής σε γήπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 70, σε αγώνα τοπικού πρωταθλήματος και ενώ βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 12.

Είναι βρισιά που ξεστομίστηκε από αγανακτισμένο οπαδό της γηπεδούχου ομάδας προς τον διαιτητή μετά από κατάφωρα λανθασμένη απόφασή του για πέναλτι κατά της γηπεδούχου.

Η εξήγηση της βρισιάς είναι αυτονόητη νομίζω (λεξιπλασία) και σχετίζεται άμεσα με τα ψωλορουφήχτρα και ψωλομπούκανο, με τη διαφορά ότι αφενός αναφέρεται σε άντρα και αφετέρου υπονοεί ικανότητες ρουφήγματος σεξουαλικών οργάνων στον υπερθετικό βαθμό.

— Πέναλτι λέει ο μαλάκας!!!!
Ρε αρχιδοψωλομπουκωμένε διαιτητή! Πόσα έχεις πάρει ρέ %*&(^&”$”@!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση υβριστική, νεοεισηχθήσα από του Κρητομακεδόνα καθηγητού Ζουράρις (πώς λέμε Sotis;) ο οποίος, προφανώς, την ανέσυρε από τα Αρχεία των Μεγάλων Παλαιών που ευρίσκονται σε διασύνδεση με την πανεπιστημιακή του γκλάβα.

Προσδιορίζει τον «βρωμιάρη», τον «κλανιάρη», κ.α. τέτχοια.
Ομόηχο του «πορτολάνος», δηλαδή πλοηγός.
Όνομα διάσημου χρήστη της Φρηκιπέδειας (καθότι το γκουγκλάραμε και λίγο, η αλήθεια είναι).

- Είσαι πορδοκλάνος, πεολήπτης και βρακοχέστωρ!
- Άντε πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν !, ρε μπάρμπα!

Αέρα στα πανιά σου! (από Vrastaman, 06/07/10)(από MXΣ, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified