Further tags

Πρωκτάρης, πρωκτάρα: Μπούστης που είναι πρωτάρης στο σεξ.

Υπάρχει και το θηλυκό πρωκτάρα, που είναι η κοπελιά που τον παίρνει από πίσω για πρώτη της φορά.

  1. - Μίλτο μου, είμαι πρωκτάρης, γι' αυτό με το μαλακό!

  2. - Γιώργο μου, είμαι πρωκτάρα, δεν τον έχω δώσει αλλού, να το ξέρεις. Μόνο για σένα το κάνω, αλλά πρώτη και τελευταία. Εντάξει Γιωργάκη μου;
    - Καλά, καλά, φά' τον τώρα και βλέπουμε. (της τόνε βάζει) - Μωρή, εδώ μέσα χάνεις καρπούζι ολόκληρο. Τι πρωκτάρα και μαλακίες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρής διάρκειας «ασθένεια» που εμφανίζεται στον άνδρα όταν, προχωρώντας σε πολυσύχναστο δρόμο ή χώρο, «τυφλώνεται» από το μεγάλο πλήθος από μουνάρες ή Λίλιαν που κυκλοφορούν τριγύρω. Το φαινόμενο είναι παροδικό και διαρκεί από μερικά λεπτά μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, είναι δε συνηθέστερο σε άτομα που δεν έχουν κάνει σεξ κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενίοτε συνοδεύεται από άνοδο του αίματος στην κεφαλή ή από... άνοδο της κεφαλής. Περιττό να τονιστεί ότι η ασθένεια γνωρίζει άνθιση κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι...

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «μουνί» που αναφέρεται στη γνωστή θηλυκή θεότητα που ρυμουλκεί πλοίο (σέρνει καράβι) και από τη κατάληξη «-ίαση» που δηλώνει ασθένεια, π.χ. ηλίαση.

(πραγματικό περιστατικό)
Το πρωί στο Πολυτεχνείο:
- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι αποσυντονισμένος;
- Άσε ρε Μήτσο, τι είναι αυτά που κυκλοφορούν; Δε μας λυπούνται καθόλου; Μουνίαση έπαθα πάλι όταν ερχόμουν! Έχω και μέρες να γαμήσω...
- :-))))))))))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίμονο και ρουφητχό τσιμπούκωμα, από κορίτσι που ξέρει από καλό λάδι. Ο όρος αποτελεί μετάπλαση του γνωστού «μπιμπερό», με επίδραση του «πίπα».

Όταν τα πέταξε χαλάστηκα λιγάκι, αλλά όταν άρχισε το πιπερό, τα είδα όλα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...

- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως: κλανοπουτσομουνορουφήχτρα δίχως εννοιολογική μεταβολή.

Χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό προσώπων και των δύο φύλλων:

α) Άνδρες: Ο κλανομουνοπουτσορουφήχτρας είναι αυτός που έχει όλα τα καλά: Αδερφή, κότα, φλώρος, λαμόγιο, θρασύδειλος, αρχίδι, κωλοτρυπίδα και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Όσον αφορά το σεξ είναι 100% αμφιφυλόφιλος.

β) Γυναίκες: Κορίτσι για οικογένεια. Αυτή που τα «παίρνει όλα», πάει με όλους και με όλα, τα κάνει όλα. Από εμπρός, από πίσω, από πάνω, από κάτω, από τα πλάγια και δεν έχει πρόβλημα ούτε με τα σπορ που καταλήγουν σε «-λαγνεία» και «-βασία».

- Ρε Τάκη, τι έγινε ρε με την γκόμενα; Την έδιωξες έμαθα;
- Όχι ρε, θα την παντρευόμουνα. Την παίρναμε 4 άτομα παρτούζα και δεν της φτάναμε. Μεγάλη κλανοπουτσομουνορουφήχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πουτανγαμών (< πουτάνα + γαμών) αναφέρεται στον συστηματικό θαμώνα οίκων ανοχής και γενικώς σε όποιον αρέσκεται να συνευρίσκεται με πόρνες.

Καθώς παραπέμπει στον Φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, προσδίδει αίγλη σχετικά με την γνώση και την εμπειρία στον πληρωμένο έρωτα.

- Λοιπόν ετοιμάσου έρχεται ο Άρης να μας κυκλοφορήσει στα πιο πονηρά στέκια του πληρωμένου έρωτα.
- Ξέρει από τέτοια;
- Ο Άρης; Εννοείται, μεγάλος πουτανγαμών!

Τουταγχαμών: έρεψε από το πολύ... (από Vrastaman, 14/03/10)Πάει με Τουτανπροσιούττο (από Vrastaman, 15/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της.

Ο Θόδωρος ξεκώλιασε το μουνί του της προάλλες.

Δες ακόμη: ξεκωλόμουνο, ξεκωλοπατόμουνο, -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των πισωκολλητό και σοκολάτα.

Αναφέρεται στα υπολείμματα κοπράνων που επικάθονται στο ανδρικό μόριο με το πρωκτικό σεξ, και ομοιάζουν (οπτικά) με σοκολάτα.

- Φίλε άσ' τα. Της τον έδωσα από κώλο, αλλά γέμισα πισωκολάτα και ξενέρωσα!

Πισωκολάτα, μμμ! (από panos1962, 07/11/09)

Βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified