Further tags

Απόηχοι της Ανατολής, ακόμα και της άπω Ανατολής, ανέκαθεν έφταναν στο χώρο που σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα. Ουδέποτε, όμως, σε αυτή τη γωνιά του κόσμου η υποδοχή των ανατολικών πνευματικών οδών δεν υπήρξε μια απλή εισαγωγή «καινών δαιμονίων», αλλά πηγή νέων μονοπατιών για το νου και το σώμα, μέσα από την αλληλογονιμοποίηση της σοφίας της Ανατολής με το ζωηρό και ιδιαίτερο Ελληνικό πνεύμα.

Στις μέρες μας –τις νεοελληνικές– η δημοφιλία της ινδουιστικής προέλευσης Yoga είναι ένα ακόμα παράδειγμα. Αν στις χώρες της Εσπερίας η Yoga έγινε μόδα η οποία επέτασσε όλοι και όλες να πιθηκίζουν τους γιόγκι των Ινδιών, ο Έλληνας κατόρθωσε το αδύνατο, την ανανέωση και συμπλήρωση της επί χιλιετίες αναλλοίωτης πεντάδας των Raja Yoga, Karma Yoga, Jnana Yoga, Bhakti Yoga, and Hatha Yoga με τη Ladja Yoga (λάτζα γιόγκα), την επωφελή για το σώμα, το πνεύμα και την οικογενειακή αύρα ψυχοσωματική άσκηση.

Στη βάση μιας συγκεντρωμένης στα άνω άκρα τεχνικής και σε άμεση επαφή με το νερό, την πηγή κάθε αλλαγής σύμφωνα με την ινδουιστική σοφία, η λάτζα γιόγκα αποτελεί μια εναλλακτική οικιακής γιόγκα που αξίζει να δοκιμάσετε. Πέραν των άλλων, η λάτζα γιόγκα επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων στη συμβίωση (οικοσυστημική αρμονία), αίσθημα πληρότητας και σε άμεση συνάφεια με την ελληνική πια παράδοση, διασάφηση των ρόλων. Αποτελεί ένα ενδεχομένως δύσκολο –μιας και απαιτεί πειθαρχία– αλλά σε ένα κόσμο γεμάτο νευρώσεις και μοντέρνες ασθένειες απαραίτητο πισωγύρισμα –στη σοφία αιώνων.

  1. Μου ψιλοκουνιέσαι τσιτσιφιόγκα
    Μάθε και λιγάκι λάντζα γιόγκα.

Νικόλας Άσιμος [απ' το ομώνυμο τραγούδι]

  1. — Φίλε, ζορίζομαι.
    — ...
    Με τρέχει η Ξένια... αυτή δηλαδή τρέχει, όλο σεμινάρια, φωτογραφία, ψυχόδραμα, τάι τσι, μπούτο, γιόγκα, ό,τι σκατά ακούσει τρέχει πρώτη... αλλά τρέχω κι εγώ... την άλλη φορά μου 'λεγε να αναπνέω απ' τον πρωκτό...
    — Συνιστώ λάτζα γιόγκα.

Στον κόσμο της Λάτζα Γιόγκα είστε εσείς και ο εαυτός σας (από xalikoutis, 19/09/08)

Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντεκολτέ που, παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».

- Ωραίο το φορεματάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, ντεκολτέεε... μπράααβο το Μαράκι.
- Ναι αλλά πέρασα από δίπλα της πριν κι έριξα ματιά. Δε λέει τίποτα, το ντεκολτέ είναι αβυζαλέο...

(από Khan, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο για να περιγράψει γυναίκες της ξανθής ποικιλίας, αγνόητη είναι η κοπέλα η μεν ανόητη η οποία ωστόσο δε διαθέτει καθόλου αυτογνωσία και αγνοεί το γεγονός αυτό.

- Έμαθα οτι η Νικολέτα θα διαγωνιστεί και τέταρτη φορά στο Greek Idol !!
- Τι τα θέλεις, θύμα της αγνοησίας της κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράκι των βορείων ως επί το πλείστον προαστίων με λεπτά χαρακτηριστικά, προσεγμένο μαλλί, λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά και καμιά φορά διακριτικό μακιγιάζ. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτητά του και τις χαριτωμένες κινήσεις του. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο άρχοντας Κωστόπουλος στο περιοδικό NITRO.

- Κοίτα τον Γιαννάκη, πολύ γλυκό αγορίτσι...
- Τσάμπα τα λεφτά που έδωσε ο πατέρας του στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πούστη, προφανώς από μία σλανγκική συγχώνευση του «αδελφή» και του «δελφίνι». Το αδελφίνι είναι ο εύχαρις συμπαθής πουστρίγκος, με κοινωνικές τάσεις, που ακολουθεί τους ναύτες και παρεμφερή επαγγέλματα, λ.χ. νταλικέρηδες κτλ., όπως το δελφίνι τα καράβια. Έχει μοναδικές ικανότητες στην ευκινησία και την κολύμβηση, κυρίως την παθητική. Είναι ο γκέι που αρέσει και στα παιδάκια, και γενικά, που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επιπλέον: το χαστουκίζει το δελφίνι, ή αν είναι πιο ακραίος, το μαστιγώνει το δελφίνι, το κολυμπάει το ύπτιο κ.ο.κ..

  1. - Φοβερός ο Σάκης! Τι ευκινησία! Τι κωλοτούμπες στον αέρα! Και τι χάρη! Τι χαριτωμενιά!
    - Σωστό αδελφίνι!

  2. - Αδελφίνι, αδελφινάκι, πάμε πιο γρήγορα, πάμε πιο γρήγορα,
    να δω τα σφαλιχτά του τα ματοτσίνορα, τα ματοτσίνορα...
    (σλανγκική παραλλαγή άσματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέι άντρας συμπαθητικός, χαριτωμένος και καλοσυνάτος σαν δελφίνι, όπως δηλαδή επιμένουν να μας θεωρούν κάποιες στρέιτ γυναίκες, οι οποίες σοκάρονται όταν ανακαλύπτουν ότι τα αδερφίνια κάνουν και σεξ και δεν είναι πάντα καλοσυνάτα. Από το Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008.

«Παιδί μου, δεν είμαι αδερφίνι! Βρωμοπουστάρα του κερατά είμαι, βγάλε με από το ροζ συννεφάκι που μ’ έχεις χώσει», φώναξε ο Κώστας στη φιλενάδα του.

Got a better definition? Add it!

Published

Tο σοκ που θα πάθει η ελληνική κοινωνία έτσι και μάθει πόσοι διάσημοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, λογοτέχνες, επιστήμονες κ.ά. είναι ομοφυλόφιλοι/-ες.

- Kαλέ, έπαθα μια αδερφρίκη! Tα έμαθες για τον .....;

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με εξακριβωμένη την (λάθος) σεξουαλική του ταυτότητα, που ωστόσο δεν τον καταλαβαίνουν οι άλλοι πέρα από τους γνωστούς του.

- Αυτός ο φίλος σου πρέπει νά' χει πάρει πολλές, ε;
- Μπα,είναι αξιόπουστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified