Further tags

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μανούρι + μανάρι. Μόνο για νεαρές γυναίκες. Τονίζεται η τρυφερότητα της ηλικίας και το αθώον της ύπαρξης, αλλά σίγουρα δεν μιλάμε για παρθένα. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για κόμματο.

- Τι μανουρομάναρο ειν' αυτό ρε πούστη μου!! Καλόγερο κολάζει!!
- Για καλό δεν ξέρω, αλλά για γέρο... Μάζεψε τα σάλια σου, παλιοπαιδέρα.

βλ. παρομοίως και μανουλομάνουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοβυρνιά. Η λούγκρα εμιγκρές, που φεύγει από χώρα με καθεστωτική ομοφοβία (σ.ς.: λ.χ. από την Ελλάδα για να φέρω ένα τυχαίο παράδειγμα), και σεξομεταναστεύει σε μεγαλούπολη της Δύσης, που διακρίνεται για την ομοφυλοφιλόφιλη αύρα της. Τόποι υποδοχής- παράδεισοι εμιλουγκρέδων είναι η Μπαρτσελόνα, το Σαν Φρανσίσκο (Castro), το Marais στο Παρίσι, ΟΛΗ η Αγγλία, διάφορες συνοικίες της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου (ασφαλώς και άλλα μέρη που μου διαφεύγουν). Από εκεί τείνει ευήκοον ους προς τις καταπιέσεις ομο-ομοφυλοφίλων του και άλλα κρούσματα σεξουαλικής μισαλλοδοξίας στην χώρα προέλευσης και γρηγορεί για να τα καυτηριάσει, πάντα όμως εκ του ασφαλούς από τον λουγκροπαράδεισο, όπου λιάζεται τε και ξεκωλιάζεται. Η αναλογία είναι προφ προς τους πολιτικούς εμιγκρέδες από αυταρχικά καθεστώτα, όπως οι Ρώσοι εμιγκρέδες στο Παρίσι, ή οι Ιρανοί εμιγκρέδες τώρα στην Αμερική ένα πράμα.

- Πώς πήγε ρε Περιεργόπουλε το ταξίδι σου στο Σαν Φρανσίσκο;
- Καλά ήτανε, αλλά συνάντησα τον παιδικό μας φίλο, ξέρεις τον Τέλη τον Λομπαρδιάρη και πολύ με προβλημάτισε... Μού 'λεγε πώς αντέχω και κάθομαι στην Ελλάδα, όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά υπάρχει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα στον αέρα...
- Νταξ μωρέ, τον εμιλουγκρέ κάθεσαι και ακούς;...

Jean Marais. Έχει και το όνομα και την χάρη. (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συνθετικό του «λινάτσα» και πούστης. Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο στην προφορά, έγινε «λιτσανόπουστα». (σύνηθες στην ελληνική (όπως πχ το «πάστα φρόλα» έγινε «πάστα φλόρα»).

Σημαίνει άτομο ιδιαζόντως ανάξιο.

Έλα μωρή παλιολινάτσα, λιτσανόπουστα, άμα έχεις έντερα έλα, έλα να δούμε ποιος είναι ο άντρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. «Κουνιοτράμπαλο= κουνιέμαι - τραμπαλίζομαι ή άτομο με πολύ κουνημένο εγκέφαλο» (από εδώ)

  2. Το νευρόσπαστο, αυτός που κουνιέται συνέχεια από νευρικότητα.

  3. Ο πούστης και, συνεκδοχικά, το πουστριλίκι.

Από τις λέξεις «κούνια» και «τραμπάλα». Το κούνημα και ο παιδισμός που αποπνέουν οι δύο αυτές δραστηριότητες στην παιδική χαρά, καθιστούν ιδιαίτερα πετυχημένους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.

  1. Σε μια αστραπιαια στιγμη περασε απο το μυαλο μου οτι ειχα εσωτερικο ταρακουνημα απο κουραση και εβλεπα τις γραμμουλες του cad να χορευουν. Κρατησε αρκετα παντως και ειχα μια μικροζαλη αργοτερα. [μπορει να φταιει και το οτι ειμαι κουνιοτραμπαλο]
    (από φόρουμ)

  2. Μην νομιζετε πως οι ενεργητικοι παντα ειναι κ σαν νταλικιερηδες . Μπορει ν ειναι καποιος κουνιστος κ να ειναι ενεργητικος.

Δεν μπορώ να το φανταστώ....ρε παιδί μου δεν λέω ότι όλοι οι στρέητ είναι νταλικιέρηδες, αλλά αν είναι και κουνιοτράμπαλο, ε δεν νομίζω να είναι και στρέητ...
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταχωνίδης (Κος): Κύριος, γενναιόδωρος πληρώνων αδρώς σε χρήμα ή/και σε είδος την παρουσία μιας Δεσποινίδος ή Κυρίας δίπλα του σαν συνοδεία, παρέα, σχέση, συμβίωση ή σύζυγο. Η Δεσποινίς ή Κυρία ονομάζεται εξ ορισμού Ταπαιρνίδου.

Ο Ταχωνίδης μπορεί να εμφανιστεί και μόνος ψάχνοντας να χορηγήσει ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με την Ταπαιρνίδου (ενίοτε το σκέλος Ταπαιρνίδου είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος είναι άσχημο, χοντρό και απαίσιο).

-Ρε, μαλάκα Ταχωνίδη, θα σου τα φάει όλα ρε μαλάκα.
-Τι να κάνω ρε συ, αφού με γουστάρει η γκόμενα.
-Τι σε γουστάρει η Ταπαιρνίδου, ρε ζώον! Το πορτοφόλι σου γουστάρει πούναι χοντρό σαν την κοιλιά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταπαιρνίδου (Δις ή Κα): Δεσποινίς ή Κυρία που «τα παίρνει» αδρά για την εκχώρηση οποιασδήποτε «υπηρεσίας» (συνοδείας, παρέας, σχέσης, συμβίωσης, γάμου) προς τον άνδρα. Ο άνδρας αυτός προκειμένου να απολαύσει οποιαδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες αναγκάζεται να «τα δώσει» και ως εκ τούτου ονομάζεται «Ταχωνίδης».

Η Δις/Κα Ταπαιρνίδου μπορεί να εμφανιστεί και μόνη ψάχνοντας χορηγό, ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με τον Κο Ταχωνίδη (ενίοτε το σκέλος Ταχωνίδης είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος του ζεύγους, είναι βλαξ).

-Πήγαμε χθες στο Μέγαρο. Ήταν και η Κυρία Ταπαιρνίδου…
-Η Έρση; Με τον Λέων;
-Ναι ρε, κι ο Ταχωνίδης εκεί, μην λείψει από καμιά φωτογραφία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δείκτης γαμησιμότητας μιας γυναίκας. Η έκφραση βασίζεται στην εϊτάδικη έκφραση high fidelity, εν συντομία Hi-Fi, που αναφερόταν σε στερεοφωνικά, δίσκους κ.τ.λ.

- Πώς σου φάνηκε η Δέσποινα;
- Η κοπέλα έχει / είναι χάι φακαμπίλιτι, δεν το συζητώ!

Βλ. φακάμπλ, fuckable

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified