Further tags

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.

Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.

Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.

- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ικανότητα θήλεος να θέλγει τα αρσενικά σε βαθμό που να θέλουν να το... πιτσιλίσουν.

Σύνθετη λέξη εκ του πιτσιλάω και του αγγλικού ability.

Η κλίμακα κυμαίνεται από το -8 (π.χ. η κ. Λουκά) έως το +13 (σε Αντζελίνα Τζολί ένα πράμα).

- Πώς σου φαίνεται το παιδί στην γωνία;
- Ενα οκτώ στην πιτσιλισαμπίλιτυ θα το δώσω!

Δες και πιτσιλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο κάμπριο, ως εξειδίκευση των άνω, για ευνόητους λόγους.

- Ναι ρε σύ αλλά έχει αλόγατα...
- Τι mitsubishi EVO και πράσινα άλογα, πάρε μουνοπαγίδα και ας είναι και Zastava! Θα με θυμηθείς!

H Britney Spears εξέρχεται από την μουνοπαγίδα της Paris Hilton (από Vrastaman, 15/10/08)Η μουνοπαγίδα και ο μουνοπαγίδας (από Vrastaman, 15/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο ιδιότητες που κεντρίζουν την ανδρική γενετήσια ορμή: αφενός η απόλυτη και αφοπλιστική αθωότητα και αφεδύο η ερωτική επιδεξιότητα που μόνο η πολυετής εμπειρία μπορεί να φέρει στο κρεβάτι (ή στο τραπέζι).

Δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές είναι συνήθως αμοιβαία ασύμβατες, κάθε εχέφρων άνδρας λιμπίζεται διακαώς τόσο τα αθώα και πιπινώδη παστάκια («αχ είναι τόσο χαριτωμένο! Να του βάλω μια ροζ κορδέλα; Αν το τραβήξω έτσι κάνει γκελ;») όσο και τα μιλφέιγ, τις ώριμες δηλαδή και μεστές μαμάδες τους (τις σαραντάρες που ισούνται με δύο εικοσάρες, πράγμα που προκύπτει και μαθηματικά).

Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως Ελληνική απόδοση του M.I.L.F. (εκ του «Mother I’d Like to Fuck»), ήτοι της «ώριμης και μεστής μαμάκας της οποίας τα μάτια, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πετούσαμε έξω σε ένα νανοδευτερόλεπτο».

Βλ. επίσης μιλφού.

- Μάνα είναι μόνο μία...
- Τι λες ρε νταλάρα, ο κόσμος είναι γεμάτος από mammas που θα ήθελα να κάνω mia! Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα!
- Έχει δε και μια κορούλα, την μικρή Έθελ, που είναι σκέτο παστάκι! Δικέ μου, οι προοπτικές για χοντρό παιχνίδι αυξάνονται εκθετικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται δια συνδυασμό των λέξεων «καπότα» και «πακοτίνι», δηλωτικό μεγέθους του ανδρικού οργάνου. Ο δυστυχής άνδρας με όργανο μεγέθους πακοτίνι ή και μικροτέρου δεν δύναται να χρησιμοποιήσει προφυλακτικόν κανονικού μεγέθους αλλά μικρότερο. Πολλαί μάρκαι ενεφανίστησαν στην αγορά ύστερα από τη σχετική διαφήμιση εις την οποία πρωταγωνιστούσε ο τραγουδιστής Enrique Iglesias. Ήμαρτον κύριε...

Αρμόλαος: - Ευτέρπη, θα ήθελα να σου εξομολογηθώ ότι διαθέτω ατροφικό πέος!
Ευτέρπη: - Εεεε... βασικά..., δεν τίθεται θέμα, προμηθεύσου καποτίνια και βρες άλλην σχέση διατί χωρίζουμε εδώ και τώρα!» Αρμόλαος: - Μα διατίιιιιιιιιιιιιι!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετεξέλιξη του πέους, με την επιβλητική κατάληξη -οντας που χαρίζει στη λέξη αρρενωπότητα και αρχοντιά. Πολύ συχνά συναντάται στην φράση για τον πέοντα, καθώς είναι πολύ πιο καθωσπρέπει από το να πούμε «για τον μπούτσο» (gtp).

Για περιπτώσεις επικείμενης καταστροφής συναντάται και ως δαμόκλειος πέοντας (κατά τη δαμόκλειο σπάθη), με το copyright να κατοχυρώνεται στον επιφανή jesus...

Η λεξιπλασία αυτή αντλεί από τον κλιτικό πλούτο της κλασικής αρχαιότητας και εμφανίζει και διπλούς τύπους, ανάλογα με την λογιότητα των συμφραζομένων. Για τη διευκόλυνση όλων μας ακολουθεί η λεπτομερής κλίση του ουσιαστικού:

Ενικός αριθμός

Ον. ο πέοντας/πέων
Γεν. του πέοντα/πέοντος
[Δοτ. τω πέοντι]
Αιτ. τον πέοντα
Κλητ. (ω) πέοντα

Πληθυντικός αριθμός

Ον. οι πέοντες
Γεν. των πεόντων
[Δοτ. τοις πέουσι(ν)]
Αιτ. τους πέοντες
Κλητ. (ω) πέοντες

  1. (από το ίντερνετ)
    sinadelfisa;;;ti kaneis ore esi;;ase egw 3ekinisa e3etastikes twra...peontas megalos..esi pote dineis; :***

  2. (φιλοσοφία ζωής από εδώ)
    nai ame, ti swstos pou sai alani... :/
    ola ginontai gia ton peonta. diavazoume gia ton peonta, douleuoume gia ton peonta, vasizomaste sinaisthimatika se anthrwpous gia ton peonta, padreuomaste gia ton peonta, xwrizoume gia ton peonta, pairnoume sidaksi tou peonta... anarwtiemai gia poion ston poutso logo zoume telos pantwn...
    gia na mas prizetai emas ton lilipoutio peonta ean eseis exete malakinsi ston egefalo; (genika milaw)

Πέοντά μου αγιάτρευτε! (από Khan, 09/11/13)

Δες και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το γένος φθείρας pthirus pubis η κοινή μουνόψειρα το οποίο ευδοκιμεί και αναπτύσσεται στο τρίχωμα της ήβης. Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, ή από επαφή με μολυσμένα κλανοσκεπάσματα ή ρούχα.

Η καβουρογαμόψειρα οφείλει το όνομά της στην ομοιότητα που φέρει σε μικροσκοπικό κάβουρα. Αγγλιστί: crab louse.

Στην σλανγκική, καβουρογαμόψειρες επίσης αποκαλούνται οι πάσης φύσεως ενοχλητικές κολλιτσίδες, κυρίως εάν πρόκειται για πρώην γκόμενες που δύσκολα ξεφορτώνεσαι.

- Προδοσία λεβέντες! Έπεσα σε μια μουνοπαγίδα γιομάτη καβουρογαμόψειρες!

Καβουρογαμόψειρα η ηβική (από Vrastaman, 12/11/08)Εμείς στην Αμερική... (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό μόριο ενός αξιοσημείωτου πάχους, η διείσδυση του οποίου στον γυναικείο κόλπο είναι από επίπονη έως οδυνηρή. Ο κάτοχος τέτοιου οργάνου, μπορεί μεν να καμαρώνει ως γύφτικο σκεπάρνι, από την άλλη, όμως, θα δοκιμάσει το πρωκτικό δύο, το πολύ τρεις, φορές στη ζωή του, λόγω του φόβου που προκαλεί το όργανό του.

(Από την πρόσφατη ταινία «Η Τίμια Γυναίκα του Γιατρού»)
Τρελαίνομαι μωρό μου, τρελαίνομαι... Θέλω να σε γαμήσει για να σου δώσει το μουνί στο χέρι με το μουνοτρύπανό του...

Δες και: πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified