Το γεράκι λέγεται αερογάμης επειδή έχει την ικανότητα να στέκεται ακίνητο στον αέρα όταν φυσάει δυνατά με ανοιχτά τα φτερά και μοιάζει σα να γαμάει τον αέρα!
Κοίτα Μήτσο τον αερογάμη πόση ώρα είναι ακίνητος!
Το γεράκι λέγεται αερογάμης επειδή έχει την ικανότητα να στέκεται ακίνητο στον αέρα όταν φυσάει δυνατά με ανοιχτά τα φτερά και μοιάζει σα να γαμάει τον αέρα!
Κοίτα Μήτσο τον αερογάμη πόση ώρα είναι ακίνητος!
Δες και κιρκινέζι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη απαντάται στην Μεσσηνία, την λεβεντομάνα πολλών υπερασπιστών του έθνους μας. Περιγράφει μονολεκτικά τους εχθρούς του Ελληνισμού, ιδίως στην εποχή που ήταν πιο έντονος ο «από Βορρά κίνδυνος». Σημειωτέον το «κου» του «κουμμουνιστο-».
Είναι μια εξωνημένη συνείδηση, ένα μίσθαρνο όργανο, ένας αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μιά ακόμα λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου (άκρως ποιητική κατά τη γνώμη μου), που σημαίνει χάνω, βάζω (ή μου πέφτει) κάτι κάπου και δεν το βρίσκω, "το παίρνει ο άνεμος".
- Μωρή Αννεζιώ, είδες το ψαλίδι;
- Το βαστούσε η μικρή το πρωί. Ποιός ξέρει πού τ' ανεμοκύκλισε η ξεμυαλισμένη!
Με αφορμή τη λέξη αυτή (που προσωπικά δεν την έχω ακούσει να χρησιμοποιείται σε άλλη γραμματική μορφή στο νησί) έχω "κατασκευάσει" το ουσιαστικό της που, προς το παρόν, χρησιμοποιείται σε στενό οικογενειακό κύκλο. Έτσι αντί για ανακύκλωση χρησιμοποιούμε τον όρο "ανεμοκύκλιση". Αφορμή για τη μετονομασία (πέραν της διαστροφικής μου λεξικαυλίας) υπήρξαν τα δεινά που έχουν υποστεί οι ταλαίπωροι μπλε κάδοι της ανακύκλωσης, από κάφρους συμπολίτες μας, (μακριά απ' τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει / ας είναι όπου νά 'ναι), κατά τη διάρκεια των "αγωνιστικών" (Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου) κινητοποιήσεων του, κατά τα λοιπά, συμπαθούς και ιδιαίτερα σημαντικού, από κοινωνική και περιβαλλοντική σκοπιά, κλάδου.
Η σύζυγος: "Αγάπη μου! (πάντα με γλύκα όταν πρόκειται για δουλειά) Γέμισε η σακούλα της ανεμοκύκλισης! Θυμήσου να την πάρεις φεύγοντας!"
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).
- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...
Got a better definition? Add it!
Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.
Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».
- Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
(εδώ)
- Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
(για την Μύκονο, εκεί)
Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά;
Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!
Got a better definition? Add it!
Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.
Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.
Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.
Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.
Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.
«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν με τη συμπεριφορά μου εκνευρίζω κάποιον σε υπέρτατο βαθμό.
Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσουμε την απειθαρχία σε κάποια αρχή, πχ δάσκαλο, αστυνόμο κτλ.
Συνώνυμο: δίνω κρίση.
- Εγώ λέω αρκετά με την Αγγλικού. Πολύ αυστηρή μας το παίζει και μου την σπάει. Λέω να πάμε να τη δώσουμε μια καλή ταραχή αύριο.
- Ναι να την βάλουμε να κάτσει στην καρέκλα που γέρνει. Θα ρίξουμε χοντρά γέλια.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων τρελός και ελεεινός! χρησιμοποιείται κυρίως για τους χαβαλετζήδες που τολμούν να φτάσουν σε ακραίες καταστάσεις!!
Ο Γιάννης πολύ ελό παιδί ρε φίλε!
Got a better definition? Add it!
Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.
Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.
Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...
Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.
Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).
Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.
Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...
(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):
- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...
(Τσακώνονται και exeunt)
Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Got a better definition? Add it!
Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.
Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.
Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:
1. Διαχείριση σλανγκομανάδων
Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).
2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο
Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!
3. Επεξεργασία λημματολάσπης
Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»
4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών
Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.
5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων
Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.
Got a better definition? Add it!