Το εκνευριστικό είδος ανθρώπου που επισημαίνει κάποιο λάθος σου και σου ρίχνει αλάτι στην πληγή.

Σ' τα 'λεγα εγώ, δε σ' τα 'λεγα;;;

Από την αρχή ρεσιτάλ σταλεγάκια, αλλά η κορύφωση στο 2.42 (από Khan, 28/05/12)(από Khan, 12/07/14)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπότυπος που σε μία κρίσιμη στιγμή λέει «ναι μεν, αλλά».

Δηλαδή όταν κάτι, είτε καλό είτε κακό, είναι πασιφανές και εξαιρετικά σημαντικό, αυτός δεν το αποδέχεται πλήρως ως όφειλε, αλλά από τη μια συγκατατίθεται στην διαπίστωσή του, ενώ από την άλλη διατηρεί επιφυλάξεις, με τις οποίες συνήθως εμμένει στην προηγούμενη ιδεολογική του θέση, που εντέλει δεν συγκλονίστηκε, όπως θεωρείται ότι έπρεπε, από το συνταρακτικό γεγονός. Ο ναιμεναλλάς είναι συνήθως ένας δυσκίνητος άνθρωπος που δεν έχει την δυνατότητα να αλλάξει όταν συμβαίνουν καινοφανή γεγονότα, που ανατρέπουν τα πιστεύω του. Ο ναιμεναλλάς δεν «χαίρει μετά χαιρόντων», ούτε «κλαίει μετά κλαιόντων». Δηλαδή και όταν συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, αρνείται να το χαρεί, για να μη φάει ήττα από τον σταλεγάκια. Και όταν συμβαίνει κάτι το σκανδαλωδώς κακό, βλέπει και τις καλές πτυχές του. Οι ναιμεναλλάδες είναι συχνά νοικοκυραίοι και καναπεδάκηδες, που αρνούνται να χάσουν την υλική και πνευματική βολή τους. Αλλά ενίοτε είναι και σκληρυμένοι ιδεολόγοι, που δεν θέλουν να χάσουν την ασφάλεια της ιδεολογικής τους θωράκισης.

  1. Τώρα μιλάω για το διάσπαρτο και πολυώνυμο πλήθος των Ναιμεναλλάδων.
    «Ναι μεν, αλλά…»
    Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό;
    «Ναι μεν μπορεί να είναι φασίστες αλλά εγώ τώρα δεν φοβάμαι να κυκλοφορώ μετά τις οχτώ στη γειτονιά μου».
    «Ναι, είναι οπαδοί του Χίτλερ αλλά τώρα μπορώ να πάω να καθίσω στο παγκάκι της πλατείας».
    «Ναι, είναι άγριοι αλλά μου αδειάσανε το σπίτι από τους νοικάρηδες λαθρομετανάστες που δεν μου πλήρωναν το νοίκι».
    Ναι μεν, αλλά…
    Αυτό είναι που λέει ο συμπαθών ή και ψηφοφόρος του “φιλικού” ― προς αυτόν― τρόμου.
    Είναι όλοι αυτοί που διάλεξαν να συμβιώσουν με τις “φιλικές” οχιές. Με την ελπίδα να “ξεκαθαρίσουν” οι οχιές τον τόπο από κάτι “ενοχλητικούς αρουραίους”.
    Και με την ανόητη ελπίδα ότι οι οχιές αποσύρονται στις σκοτεινές φωλιές τους όταν τελειώνουν τις βρομοδουλειές τους και δεν μας ενοχλούν πλέον. (Εδὠ).

  2. Αυτή τη χώρα οι «ναιμεναλλάδες» την κατέστρεψαν. Είτε ως πολιτικοί, είτε ως ψηφοφόροι. Οι λεγόμενοι μετριοπαθείς, κεντρώοι, νηφάλιοι, ήπιοι τύποι της διπλανής πόρτας.

  3. Αδιόρθωτοι ναιμεναλλάδες. [...] Το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν μια μεγάλη στιγμή για την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα μήνυμα ότι η Δημοκρατία μας, μπορεί να άργησε, μπορεί να έχει κουσούρια, αλλά είναι τελικά πανίσχυρη. Χαρείτε το και αφήστε τα «ναι, μεν, αλλά». (Εδώ).

(από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γνωστή φράση έλα μωρέ, την οποία έχουμε πει ουκ ολίγες φορές, αλλά στο στόμα αυτής της ομοταξίας αποκτά άλλο, πιο προχωρημένο, νόημα.

Δεν τον αγγίζει τίποτε. Δεν δεν δίνει δυάρα για ότι συμβαίνει γύρω του. Ό,τι και να συμβεί δεν αξίζει κάτι περισσότερο από ένα «έλα μωρέ...». Το νταξ και το νταξναούμ, είναι πολύ φτωχά για να εκφράσουν την δική του απαξίωση των πάντων. Ο κουλ τύπος είναι πολύ ζεστός γι' αυτούς. Δεν είναι ούτε ο γνωστός χαβαλές, ή αυτός που παίρνει λίγο σταρχιδιαμόλ για ν' αντεπεξέλθει μία πρόσκαιρα δύσκολη κατάσταση. Όοοχι, αυτός από μικρό παιδί έχει πάρει τόσες πολλές και μεγάλες δόσεις γραψαρχιδίνης επί καθημερινής βάσεως, που του έχουν δημιουργήσει μία χρόνια απάθεια για τα τεκταινόμενα. Μπροστά του ο κλασικός Άγγλος φλεγματικός, μοιάζει τρομοκρατημένο παιδάκι.

Ένα μικρό, αλλά υπολογίσιμο, ποσοστό των συμπατριωτών μας έχει δημιουργήσει αυτή την ξεχωριστή κατηγορία και ολόκληρη ομοταξία, οι «ελαμωρέδες», έχει συσταθεί για χάρη τους στην κοινωνοβιολογία. Βασικός πυρήνας της ομοταξίας, ο απανταχού Ελληνάρας.

Ενώ ο πραγματικός σκοπός της φράσης έλα μωρέ, είναι ν' ανυψώσει το ηθικό και να δώσει κουράγιο και θάρρος στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, οι ελαμωρέδες έχουν προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα. Εξαφανίζουν το πρόβλημα!

Ακόμα και αν τους αναγγείλεις την έναρξη του Γ' ΠΠ, δεν θα εισπράξεις τίποτε περισσότερο από ένα απαξιωτικό «έλα μωρέ...».

Σημ. Στην ομοταξία ελαμωρέδες αναφέρθηκε ο συνθέτης Τάκης Μουσαφίρης.

  1. Ρε συ, δύσκολα τα πράγματα για τον Θανάση. Έμεινε άνεργος και έχει τρία παιδιά. Κάτι πρέπει να κάνουμε σαν φίλοι.
    — Ναι; Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι, κάτι θα γίνει. Γλείφε την φραπεδούμπα σου.

  2. — Άντε πάλι, νέα απειλή βρήκαν για να μας έχουν στην πρίζα. Η γρίππη των χοίρων είναι σοβαρή.
    — Έλα μωρέ, και γιατί κάνεις έτσι; Λες και είσαι χοίρος!

  3. — Τί έχεις να πεις για την νέα αστυνομική βία; Πάλι πιστόλι τράβηξαν και πυροβολούσαν αδιακρίτως.
    — Έλα μωρέ, σιγά το πράγμα. Εξάλλου όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, κ.λπ. Δεν πάμε για μια φραπεδιά να τσουλήσει η ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυτιά, δηλαδή η εισπνοή κοκαΐνης από την μύτη. Μπορεί και να δηλώσει meeting μυτάκηδων.

  1. Θέλω να μας διαφωτίσεις για τις φρίμπες (πόσο «καίνε» συγκριτικά με τα άλλα, ποιές οι διαφορές με το μύτινγκ, κτλ). Με το κο δεν τα πάω καλά, αλλά οι φρι είναι γαμάτες, απλά δεν φαίνεται να μπορείς να κάνεις και πολλά υπό την επήρρεια... Ή μπορείς;
    (Διερωτήσεις σε βλόγιον).

  2. Όχι στο μύτινγκ, όχι στα σκληρά!
    (Κείθε).

(από Khan, 09/04/14)(από Khan, 01/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό και χαριτωμένο αμνο- ή/και ερίφιο που όσοι έχουν ζήσει σε χωριό για ικανό διάστημα έχουν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους λατρέψει και πιστέψει ότι με τη δύναμη του έρωτά τους μπορούν να μετατρέψούν σε pet πόλης...

Αλίμονο, το αρνί δεν είναι ιγκουάνα (όπως αντίστοιχα και το μουνί δεν είναι αρνί).

Αυτός ο καταραμένος και δίχως αύριο έρωτας είναι μεγάλο λάθος να αφυπνίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλοβδομάδας.

- Μαμά, κοίτα το αρνάκι μου, το πάω βόλτα;
- Μην το τραβολογάς από δω κι από κει παιδί μου και το κατσιάσεις...
- Γιατί να μην το κατσιάσω μαμά..;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδερφός του ελαμωρέ και ξάδερφος του ωχαδερφιστή, με εκλεκτικές συγγένειες προς τον καικαλά και κυρίως τον οτινάνα.

Ο τιταθές (πληθ. τιταθέδες) είναι κι αυτός φιγούρα νεοελληνικής μιζέριας. Που παράπονο δεν έχει (με το σύστημα) αλλά κι ευχαριστημένος δεν είναι (δηλαδή, θέλει ακόμα κι άλλα κοκαλάκια να γλείψει)... Τι τα θες; Πάντα έτσι δεν ήταν ο μικροαστός; Άσε ρε τώρα...

Αγούγλιστον προς το παρόν, εθεάθη στο λόγο και στους τοίχους αναρχικών και καταλήψεων.

Θάνατος στους Τιταθέδες! (Α)

Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε
και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κι αν στην κοινωνία μας χτυπούν αλύπητα οι μπόρες
Μέσα στο τραγούδι φεύγουνε χαρούμενες οι ώρες

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified