Further tags

Αυτός που είναι τρελά καμένος από καψούρα.

Τι καψουροκαμμένη που είμαι ρε συ! Αυτός με φτύνει κατάμουτρα και εγώ συνεχίζω να είμαι ακόμα κολλημένη μαζί του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο, απόλυτο, ανυπέρβλητο πρήξιμο όρχεων, όταν δηλαδή κάποιο πρηξαρχίδι σού τα κάνει όχι απλώς μπαλόνια ή αερόστατα αλλά Ζέπελιν.

Ξαδελφάκι του γκραν γκρινιόλ, αλλά με πολύ ευρύτερες εφαρμογές.

Λολοπαίγνιο επί του Grand Prix.

- Αμάν πια, τα ίδια και τα ίδια ο Βράστα μας τα 'χει κάνει νταούλια με ανοησίες και στατιστικές για τον πούτσο καβάλα! Του αξίζει το Βραβείο Καυλί σλανγκαρχιδισμού!

- Τι Βραβείο Καυλί και μαλακίες, το Γκράν Πρήξ του αξίζει!

Εεέε πιά! Γκράν πρήξ για ζουζούνι... :-Ρ (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ηδονική και ταυτόχρονα γκλάμουρ κατάσταση. Π.χ. όταν μια παρέα αντρών, που πίνουνε κοκτέιλ αραγμένοι σε φουσκωτές πολυθρόνες στην πισίνα, δέχεται απροσδόκητη επίσκεψη από τσούρμο ολόγυμνων μοντέλων. Κάτι τέτοιο είναι καβλουάρ, δηλαδή πολύ εκλεπτυσμένα ηδονιστική και προκλητικά σπάταλη. Μπορεί να χρησιμοποιείται και ειρωνικά σε αυτόν που είναι γουόναμπη καβλουάρ τύπος.

Προέρχεται από σύνθεση των λέξεων savoir vivre και καύλα.

- Πήγαμε χτες στο κωλάδικο και ήρθανε κάτι μούναροι ίσαμε με εκεί πάνω και μας ζητήσανε να τις κεράσουμε τζώνη μαύρο.
- Και τις κεράσατε;
- Ναι.
- Πολύ καβλουάρ την είδατε. Μου φαίνεται σας πιάσανε τον κώλο κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οντολογικοσλάνγκ όρος αναφερόμενος σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις θεωρούμενες ως γεγονότα, ένεκα ψευδαίσθησης, αυθυποβολής, ή τυφλής πίστης του συλλογικού ασυνειδήτου, απορρέουσας από την έντεχνη και συνεχή προβολή τους ως πραγματικότητες.

Αναλυτικός ορισμός: Κάτι που γίνεται αποδεκτό σαν γεγονός παρά το ότι δεν είναι ή μπορεί να μην είναι, μία υπόθεση ή αυθαίρετος ισχυρισμός που αναφέρεται και επαναλαμβάνεται τόσο συχνά ώστε από τον πολύ λαό να εκλαμβάνεται ως αλήθεια.

Μετάφραση από το αγγλικό «factoid».

Αν αναρωτιέστε γιατί αυτό να μπει στο σλανγκ: διότι είναι ένας αδόκιμος, νεοεισηχθής «made-up» όρος, ακόμη κι αν επινοήθηκε από πανεπιστημιακούς κύκλους.

Θείος: Γεια σου, λαντ! Τι νέα από το λόγγο;

Ανιψιός: Γεια σου θείε ΜακΛήρ! Άσε, οι αγρότες σκιάχτηκαν το πρωί, αφού λένε πως αντίκρισαν τη Νέσυ, να έχει βγάλει το κεφάλι από τη λίμνη στην όχθη και να προσπαθεί να φάει ένα κοπάδι κατσίκες...

Θείος: Πφφφ, αυτό το «γεγονοειδές» της θέασης του τέρατος έχει επηρεάσει πολύ κόσμο και βλέπουν ό,τι θέλουνε, οι αγράμματοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σλανγκολισμός, επίσης γνωστός ως σλανγκεξάρτηση ή σλανγκο-εξάρτηση, είναι μια παθολογική εθιστική διαταραχή. Χαρακτηρίζεται από την καταναγκαστική και ανεξέλεγκτη κατανάλωση υπερβολικού χρόνου στο σλάνγκ.τζιάρ παρά τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τις σχέσεις, και τέλος την κοινωνική θέση του σλανγκολικού. (Ως υπερβολικός χρόνος ορίζεται το διάστημα άνω των 8 ωρών συνεχούς ενασχόλησης με το σλάνγκ.τζιάρ). Όπως και άλλες εξαρτήσεις ο σλανγκολισμός χαρακτηρίζεται ιατρικώς ως θεραπεύσιμη ασθένεια.

Να αναφέρω εκ προοιμίου ότι ο όρος συνδέεται άμεσα και με τον σλανγκοπαθή την σλανγκοπάθεια και την σλανγκοφρένεια τα οποία αναφέρονται στο πολύ εμπεριστατωμένο λήμμα του Vrastaman. Θεωρώ όμως ότι καθώς είναι δυνατόν να υπάρχουν διάφορες παθήσεις σχετιζόμενες με το σλάνγκ.τζιαρ καλό θα είναι να υπάρχει και ο όρος σλανγκολισμός ως αυτόνομο λήμμα.

Ο όρος σλανγκολισμός πάντως αναφέρθηκε για πρώτη φορά το εθνοσωτήριον έτος 2010 από τον συντάκτη του λήμματος μετά από 16 ώρες συνεχούς ενασχόλησης με το σλανγκ.τζιαρ σε μία σέσιον. (Αποποίηση Ευθύνης: ο συντάκτης δεν ευθύνεται για αναφορά του όρου πέραν του γούγλε γούγλε σύμπαντος. Κατή την δε ημέρα δημοσίευσης του όρου ο συντάκτης προέβη σε γούγλε γούγλε το αποτέλεσμα του οποίου δίνεται στο μύδι νούμερο 1).

Ετυμολογία. Εκ του σλανγκ και αλκοολισμός.

Τυπολογία ασθενών.

  • Παθητικός σλανγκολικός: Αρέσκεται κυρίως στην ανάγνωση λημμάτων τα οποία αργότερα και θέλει υποχρεωτικά να τα μάθει το σύνολο του κοινωνικού του περίγυρου.
  • Ενεργητικός σλανγκολικός: Ακατάπαυστη συγγραφή νέων λημμάτων. Υπο-τύπος είναι ο επιδειξίας ενεργητικός σλανγκολικός ο οποίος και θέλει να κάνει γνωστό ανά την οικουμένη ότι γράφει στο σλανγκ.τζιαρ και αρχίζει την ακατάπαυστη επίσης αποστολή μέιλς του στυλ “Βρήκα ένα σάιτ φοβερό: γουγουγου..κλπ και παρεπίπταμπλυ δες και τον ορισμό .........”. Ερωτοτροπεί με το σπάμινγκ όπως γίνεται αντιληπτό.
  • Σπαστικός σλανγκολικός: Αρέσκεται κυρίως στην βαθμολόγηση λημμάτων και εισαγωγή ασχέτων σχολίων
  • Μισθοφόρος σλανγκολικός: Επιδίδεται ακατάπαυστα σε μπαγαποντοδοσία
  • Ψυχαναγκαστικός σλανγκολικός: Από τις δυσκολότερες περιπτώσεις. Αυτό το είδος ασθενούς είναι ο ενεργητικός σλανγκολικός που περνά το 98% του χρόνου του στον να ελέγχει αν τα λήμματα του έχουν βαθμολογηθεί υψηλά και επίσης τριπάρεται άγρια όταν ανακαλύπτει υψηλές βαθμολογίες σε λήμματα τα οποία κατά την κρίση του είναι χαμηλής πχοιότητας. Προβληματικό είναι ότι στον τύπο αυτό ο ασθενής όχι απλά δεν έχει επίγνωση της κατάστασής του αλλά νομίζει ότι έχει περάσει σε άλλη σφαίρα. Στην πραγματική του ζωή δέον να ήταν νευρικούλιακας.

    Συνδυασμοί των ανωτέρω είναι δυνατοί.

Επιπτώσεις.
Παρόμοιες με αυτές που περιγράφονται στην Βίκυ σχετικά με την εξάρτηση από το ίντερνετ και ΕΠΙΠΛΕΟΝ:

  • Πόνοι στα χέρια από την άρση βαρών του λεξικού Μπαμπινιώτη για τον έλεγχο λεξικογραφημένων όρων.
  • Μπουρδοσυλλαβισμός ακατάληπτων όρων στην προσπάθεια εύρεσης νέων λημμάτων. Σε προχωρημένες μορφές σλανγκολισμού ο μπουρδοσυλλαβισμός γίνεται μεγαλόφωνα ενώ σε ήπιες καταστάσεις γίνεται μόνο νοητικά.

Παθολογία.
Το κυριότερο αποτέλεσμα ανεξέλεγκτης χρήσης του σλανγκ.τζιαρ είναι η αύξηση της διέγερσης του υποδοχέα CNR1 στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) του ασθενούς. Εικάζεται ότι η επίδραση στον άνω υποδοχέα διαφέρει με βάση το φύλλο, την ηλικία, την συχνότητα σεξουαλικών επαφών και άλλους παράγοντες αλλά η εμπεριστατωμένη αποδοχή ταύτης τοιούτης επιδράσεως απαιτεί περαιτέρω κλινικάς έρευνας.

Διαχείριση – Θεραπεία.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο σλανγκολισμός παρέρχεται με την πάροδο του χρόνου. Σε περίπτωση που ο σλαγκονισμός επιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα θα πρέπει να θεωρείται δευτερογενής αντίδραση και σύμπτωμα άλλης διαταραχής. Σε κάθε περίπτωση η παρακάτω μέθοδος δέον να βοηθήσει την απεξάρτηση:

  • Εύρεση νέας -ου (ή επιπλέον) γκόμενας -ου . Όταν ο ασθενής βρίσκεται στο μέγιστο στάδιο εξάρτησης εννοείται ότι η γκόμενα -ος πρέπει να είναι βεληνεκούς Λίλιαν ή θεού (παίδες γιατί δεν έχουμε αρσενικό ανάλογο της Λίλιαν;) και η/ο οποία -ος θα ψάξει, θα βρει και θα την πέσει στον ασθενή χωρίς ο δεύτερος να χρειάζεται να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια.

Για να βάλουμε ένα τέλος, because we have a life for God's shaker! Λόγω της ανάγκης για πιο επισταμένη μελέτη της παθήσεως ο συντάκτης του λήμματος δεσμεύεται, λέμε τώρα, να ανανεώσει τον ορισμό μετά από την παρέλευση χρονικού διαστήματος ικανού για την συλλογή νέων κλινικών και κλιματολογικών ερευνών. Για τον λόγο αυτό παρακαλούνται θερμώς όλοι οι κάτοχοι πληροφοριών, ιδεών, μελετών, διπλωμάτων, παπλωμάτων, ακινήτων κλπ περί τον σλανγκολισμό να μοιρασθούν τα ανωτέρω είτε με σχολιασμό του λήμματος είτε με την αποστολή μηνύματος στον συντάκτη. Εντάξει γιατρέ μου;

Παραδείγματα;
Σηκωθείτε να πάτε να δείτε την μούρη σας στον καθρέφτη ρεμάλια!

(από lifeingr, 01/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.

Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.

Όπως λέει και το τραγούδι:

«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»

Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.

Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.

«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»

(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)

ένα είναι το πλαστόκ και προφήτης του ο ΓΑΠ (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπαμπακοίτας, -α (ο, η)

Λέξη ιδιαίτερα δημοφιλής στη νηπιακή - καλοκαιρινή πιάτσα, που όχι μόνο χαρακτηρίζει μια ιδιάζουσα ηχορύπανση, αλλά και τον ίδιο τον ηχορυπαντή.

Παίρνει γένος τόσο αρσενικό, όσο και θηλυκό, ανάλογα αν αυτός ή αυτή που τη προφέρει, είναι αγοράκι ή κοριτσάκι.

Αποτελεί συντόμευση της κραυγής «Μπαμπά, κοίτα!», διαδεδομένη τους καυτούς μονάχα μήνες, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη των ελληνικών παραλιών.

- Μπαμπααά...!!! Κοίτα, βουτιά!
- Κοιτάω παιδί μου...
- Κοίτα μπαμπά, κάνω βουτιά!
- Κοιτάω, γαμώτο!
- Μπαμπά κοίτα! Μπαμπά κοίτα! Μπαμπακοίτα, μπαμπακοίτα, μπαμπακοίτα....!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified