Η γνωστή μυγοσκοτώστρα, γνωστή και ως φλάϊ κίλλερ.

Πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του σχήματός και της μορφής της με την ρακέτα. Φονική μηχανή με μοναδική χρήση τον αφανισμό του ένδοξου γένους της μύγας.

Για την αποτελεσματική χρήση του χρειάζεται να αναπτύξει κανείς ιδιαίτερη τεχνική, η οποία βασίζεται στην απότομη αύξηση της ταχύτητας της μυγορακέτας, έτσι ώστε να μην προλάβει να αντιδράσει το έντομο-στόχος της.

Σύνηθες θύμα τους οι «γενναίες μύγες»

Φλάϊ κίλλερ επίσης αποκαλείται ο αγανακτισμένος ανθρωπάκος που κυκλοφορεί όλη μέρα με μια μυγοσκοτώστρα και έχει ως σκοπό της ζωής του να εξοντώσει τη μύγα που δεν τον αφήνει να χαρεί το παστίτσιο της γιαγιάς του.

- Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτή η κωλόμυγα. Τσάκω τη μυγορακέτα και ξεπάστρεψέ την.

- Ρε, τον είδες το Μήτσο τελευταία; Όλη μέρα με μια μυγορακέτα κυκλοφορεί. Σωστός φλάϊ κίλλερ έγινε.

μυγορακέτα (από CoT, 19/11/09)(από CoT, 19/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)

Βλ. επίσης βαράω μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).

- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.

ε, όχι και μικρά μγμσ! Και μια ουρά να! (από BuBis, 04/10/09)(από Vrastaman, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άνδρας που φυσικοί (τον έχω μικρό) ή ψυχολογικοί (λες να τον έχω μικρό;) λόγοι, τον εμποδίζουν να επιτελέσει αξιοπρεπώς το έργο που η φύσις του ανέθεσε.

Ο ελλιπής «εξοπλισμός» του αλλά και η ανασφάλεια που τον διακατέχει, μπολιάζουν μέσα του το φόβο της απόρριψης και του χλευασμού και τον καθιστούν άτολμο και συνεπώς ανέραστο. Έτσι, σταδιακά, οδηγείται στην απομόνωση και το χερογλύκανο, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, στη σύναψη γάμου από συνοικέσιο... και το χερογλύκανο.

Ακόμα και μέσα στη θαλπωρή του γάμου, ως σύζυγος υστερεί, αφού αδυνατεί να προσφέρει στην άτυχη γυναίκα του την ηδονή (ή μάλλον, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Τέλης Σταλόνε: την καύλα, όχι την ηδονή...).

- Τι γίνεται Λέλα, πως τα πάτε με το Βίκτωρα;
- ……. Ουφφφφφ …..
- Τι είναι μωρή; Λέγε!
- … Δεν μπορώ… Ντρέπομαι …
- Έλα μωρέ τώρα, μεταξύ μας!
- Δεν μπορώ σου λεω!
- Έλα, τελείωνε και μας παρακολουθεί κι ένας περίεργος από το σλανγκ τελεία τζιάρ!
- Τέλος πάντων… θα σου πω αλλά κακομοίρα μου, μην το πεις πουθενά. Εντάξει;
- Εντάξει! Λέγε επιτέλους!
- Είναι κουτσοπούτσης Σία μου!!! Τρεις μήνες έχουμε παντρεμένοι κι ακόμα να δουν δροσιά τα σκέλια μου
- Ώ, έρμη μου, τι έπαθες! Και δηλαδή; Δεν του σηκώνεται καθόλου;
- Τι να του σηκωθεί μωρέ Σία… Και πεσμένη και σηκωμένη, ένα και το αυτό είναι… Άστα σου λεω…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με μαντζούνια που κάνουνε θαύματα!
- Λες να μην τα δοκίμασα; Κάθε μέρα κι άλλο του έβαζα στον καφέ… Αλλά, τίποτα… Πεταμένα λεφτά…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με κάτι πλαστικές πούτσες, άλλο πράγμα! Να πας να πάρεις μία στα μέτρα σου. Θα σου ’δινα τη δικιά μου, αλλά… να μωρέ… τη χρειάζομαι κι εγώ…

Δες και -πούτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αφορά spam, που έρχεται σε απρόσκλητη επικοινωνία, συνήθως με σκοπό τις πωλήσεις ή την προώθηση ιδεών. Ενοχλητικός, γλοιώδης, 80s απατεώνας.

Είναι Spamστικό να μου υποδεικνύει κάποιος τι να αγοράσω.

βλ. και σπαμστικός, σπαμαρχίδας, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γυναίκα που πάσχει από ξήρανση κόλπου, δεν παράγει δηλαδή το απαραίτητο για την ερωτική της τέρψη και γ-καύλα μουνόγαλα. Δεν μπορεί καν να ξεροχύσει, καθώς η σεξουαλική επαφή καθίσταται ιδιαίτερα επίπονη.

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από λειψυδρομούνες:

  1. Οι λόγω ηλικίας ή οργανικής αιτίας [I]ξερομούνες[/i]

Τα ανυδρόμουνα αυτά δεν στερούνται λιμπίντο και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα επιτυχώς με την εξωγενή χορήγηση λιπαντικών ουσιών ή, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σάλιου.

  1. Οι εκ πεποιθήσεως [I]παστομούνες[/i]

Οι στεγνομούνες αυτές επιλέγουν για λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, ή και απλώς ξινομουνίασης να παρεμείνουν εσαεί αραχνομούνες. Τα μουνιά τους καταντούν ρημαδιακές νεκρές φύσεις που προκαλούν μηδενικές στύσεις και δεν αξίζουν καν να τα φτύσεις γιατί το σάλιο σου θα σπαταλήσεις.

Εκ των «λειψυδρία» και μουνί.

Hank: - Τι να σου πω σε Λάουρα! Έφτυσα αίμα να πηδήσω το Λίλιαν και τελικά μου βγήκε λειψυδρομούνα!

Λάουρα: - Ρε μαλάκα, το ξερομούνι στο σεξ δεν συνεπάγεται ντε και καλά ότι η κοπέλα είναι λειψυδρομούνα!

Hank: - Μα τι λες, το Λίλιαν είναι σκέτo μουνί-ξηρογραφία!

Λάουρα: - Εγώ άλλα άκουσα από τον Vrastaman! Μπορεί απλώς να μην της κάνεις κούκου ρε αδελφέ! Δεν ξέρεις ότι παρακαλετό μουνί σημαίνει ξινό γαμήσι; Έλα, κερνάω Vin Sec de Château Μουνjί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified