Further tags

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχός εν στύσει. Κατ' ορισμένους, χρόνια κατάσταση.

- Ξέρεις και τι λέει ο λαός... «Φυλάξου από τα πισινά του μουλαριού και τα μπροστινά του καλόγερου»...
- Του καυλόγερου εννοείς...
- 'Εεεετσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία δεν ενδιαφέρεται για την εξωτερική εμφάνιση του συντρόφου της, παρά μόνο για το μυαλό και την κουλτούρα του.

-Καλά, πολύ ωραία αυτή η Ελένη. Αναρωτιέμαι αν θα ήθελε καμιά φορά να βγούμε...
-Άσε ρε, είναι πιασμένη...
-Αλήθεια; Με ποιον τα έχει;
-Με το Μιχάλη. -Δε σε πιστεύω! Με αυτήν τη φυτούκλα; Αν είναι δυνατόν, αυτός είναι χάλια! Δεν το περίμενα ποτέ πως θα ήταν τόσο μεγάλη μυαλογαμίστρα!

Μονογαμική μυαλογαμίστρα! (από Khan, 22/08/13)Το χταπόδιασμα έχει και κάτι από εγκεφαλογάμι (από Khan, 27/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθ' έξιν εκφέρων παπαριές, κατά το κοινώς λεγόμενον μαλακίες. Οι παπαρολόγοι ευδοκιμούν ιδιαιτέρως στην Ελλάδα (ίσως το κλίμα...) και έχουν κατά κύριο λόγο τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α. Ανήκουν συνήθως στην συμπαθή επαγγελματική τάξη των δικηγόρων. Παπαρολόγοι υπάρχουν και σε άλλες επαγγελματικές τάξεις, αλλά σε μικρότερα νούμερα.

β. Εξ ορισμού το 97,2% των πολιτικών είναι παπαρολόγοι, εικάζεται δε ότι η ιδιότητα του παπαρολόγου προϋπάρχει αυτής του πολιτικού στα εν λόγω υποκείμενα. Μία τελευταία θεωρία υποστηρίζει ότι η εντρύφηση στην παπαρολογία (ακαδημαϊκά ή άλλως) είναι προαπαιτούμενο για την εισαγωγή στην πολιτική.

γ. Για κάποιον άγνωστο μέχρι σήμερα λόγο, πιθανότατα συναφή προς την συνάθροιση διαφόρων ζώων σε συγκεκριμένες περιοχές για πολλαπλασιασμό ή αποδήμηση, συχνάζουν σε τηλεοπτικά studios περί την ογδόη απογευματινή και παπαρολογούν ασυστόλως στα παράθυρα των τηλεοπτικών ειδήσεων, τα οποία παρεμπίπταμπλυ, αποτελούν ναό του νεολληνικού πολιτεύματος της τηλεποπτευομένης δημοκρατίας.

δ. Οι παπαρολόγοι έχουν μεν φυσικούς εχθρούς στο ζωϊκό βασίλειο, αλλά οι τελευταίοι είναι παντελώς ανίσχυροι μπροστά τους, αποδεικνύοντας την ορθότητα του ρητού «η ηλιθιότητα είναι ανίκητη». Τελευταίες μελέτες υποστηρίζουν ότι ως είδος παίζει στα ίσα τις κατσαρίδες για τον τίτλο του μοναδικού επιζώντος της πυρηνικής καταστροφής.

  1. - Είναι έγκριτος νομικός ο κ. Σκορδοπούτσογλου. Καθηγητής του ποινικού δικαίου.
    - Μωρέ μέγας παπαρολόγος είναι γι' αυτό κι έχει χεστεί στο τάλαρο...

  2. - Παιδί μου, σήκω να πας να ψηφίσεις. Μία πήγε η ώρα. Άντε παιδάκι μου.
    - 'Ασε μας ρε μάνα, μ' όλους τους παπαρολόγους, μας έχουν φλομώσει στη μαλακία τόσα χρόνια και χαΐρι δεν είδαμε. - Μη λες έτσι παιδάκι μου. Ο κ. Ξυσταρχιδόπουλος άμανε και βγει θα σε βάλει στο Δήμο παιδάκι μου, να κλείσω κι εγώ τα ματάκια μου ήσυχη... άντε καλό μου εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.

  1. Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...

  2. Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...

  3. Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...

(από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καψούρης, ο ερωτευμένος, ο λιώμας, ο αγκαλίτσας. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, εκ του αγγλικού loverman.

- Δες τον λαβερμάνο, πάλι γλείφεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζουμερό, γεμάτο καμπύλες σε όλα τα σωστά σημεία μωρό, όπου «μωρό» προφανώς είναι γυναίκα στον καιρό της, για να μην παρεξηγούμεθα κιόλας. Εκτιμώ ότι ιδιαίτερη προσπάθεια έχει (επιτυχώς) καταβληθεί από τον άγνωστο λεξιπλάστη του παρελθόντος ώστε να συνδέσει την αίσθηση των γεμάτων χεριών που αφήνει το ζουμπουρλούδικο γκομενάκι στον καλό της με την αίσθηση του γεμάτου στόματος κατά την εκφορά της λέξης. Ωρρραία πράματα.

- Ωρρραίο γκομενάκι η Βαρβάρα. Ζουμπουρλούδ'κο!
- Αυτό δεν είναι γκομενάκι ρε μεγάλε. Μιλάμε για τρία στρέμματα γυναίκα.

(από acg, 20/03/08)Ένοχα μυστικά! (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified