Further tags

Αυτός που δεν μπορεί χωρίς την ημερήσια δόση του από τα σκουπίδια της tv και τις ειδήσεις του τρίπτυχου σεξοσκάνδαλο-ληστεία-ακρίβεια. Ο τηλετζάνκι. Συνήθως άτομο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Η κατάσταση του υποκειμένου λέγεται «τηλεμαστούρα». Στοιχίζει φτηνότερα από το μπαφάκι, αλλά πολλές φορές είναι μπουρούχα.

Η δικιά μου είναι τηλεμαστούρω. Με ένα «Sex & the city» και λίγο «Aξίζει να το δεις» έχει κλείσει.

Πουτσίλα μυρίζει... Πάλι καλά που δεν το είχε βάλει στον κώλο του, ο τηλεμαστούρης... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική εκφορά της ουτοπίας και εν γένει ενός φανταστικού / ιδεατού / ονειρικού κόσμου. Από λεξιπλασία του Ευγένιου Τριβιζά για ομώνυμο κόμικ / τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστές φρούτα.

Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.

Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.

Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!

Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...

Λύο Καλοβυρνάς (από GATZMAN, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαταραχή που πλήττει τους εργαζόμενους σε πολλές εταιρίες / υπηρεσίες / τράπεζες του λεκανοπεδίου (και όχι μόνο) κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Κύριο σύμπτωμα είναι η εμμονή να διατηρούν -μέσω κλιματισμού- τη θερμοκρασία του χώρου στους 17 βαθμούς (ενώ έξω έχει 33) με αποτέλεσμα να τουρτουρίζουν...

και...

Ψυχραναγκάζω: τακτική αφεντικών, προϊσταμένων, διευθυντών κ.λπ. να μετατρέπουν τους χώρους εργασίας του λεκανοπεδίου σε σιβηρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων.

-Μα κύριε Σταλινίσκο μου, 17 βαθμούς; Θ' αρπάξουμε καμιά πούντα!
-Πας καλά, Κακομοιρίδη; Εδώ σκάει ο τζίτζικας!

(από nick, 05/04/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «Ελλαδιστάν», χρησιμοποιείται για να περιγράψει την Ελλάδα ως τριτοκοσμική χώρα που κυβερνιέται από τη μαφία του επιχειρηματία (και προέδρου του Ολυμπιακού) Σωκράτη Κόκκαλη. Και δεν έχουν και άδικο δηλαδή, αφού ο Σωκράτης διαθέτοντας επιχειρήσεις κάθε είδους (τηλεπικοινωνίες, τυχερά παιχνίδια, Μ.Μ.Ε., ποδοσφαιρική ομάδα και δεν συμμαζεύεται) έχει καταφέρει να γίνει αμύθητα πλούσιος με διάφορες μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η μίζα και η κομπίνα φιγουράρουν στην πρώτη θέση.

Η λέξη Κοκκαλιστάν χρησιμοποιείται κατεξοχήν στον χώρο του ποδοσφαίρου από τους μη γαύρους οπαδούς. Βέβαια το παράπονό τους περιορίζεται στο ότι η ομάδα τους δεν παίρνει πρωτάθλημα εξαιτίας της μαφίας του Κόκκαλη, κατά τ' άλλα όμως το ότι αυτός κατακλέβει το δημόσιο ταμείο κάνοντάς τα πλακάκια με τους πολιτικούς, λίγο τους ενδιαφέρει. Άλλωστε η πλειοψηφία του κόσμου τελικά όταν λέει «αγοράζω εφημερίδα» εννοεί «αγοράζω αθλητική εφημερίδα». Τι να περιμένει κανείς...

Σχετικά: Λαμπρακιστάν, Βαρδινογιαννιστάν, Αγγελοπουλιστάν.

  1. (Από εδώ)
    «Πού εργάζονται τώρα οι δύο καλοί δημοσιογράφοι; Η αποπομπή τους επιβεβαιώνει ότι στο Λαμπρακιστάν-Κοκκαλιστάν οι αντιφρονούντες “εξοντώνονται” ποικιλοτρόπως.»

  2. (Από σχόλιο για την κατασκευή του γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Βοτανικό)
    «Η χώρα προοδεύει και εισέρχεται σε νέα περίοδο: από το Κ (Κοσκωτιστάν & Κοκκαλιστάν) ανεβαίνουμε στο επίπεδο Β (Βγεναυνανιστάν & Βωβολαντ).

Και εις ανώτερα!»

  1. (από εδώ)
    «Ανάλογη «σκηνή» και λίγα λεπτά μετά όταν ο Θανάσης Γιαννακόπουλος έφτασε στο γήπεδο και μετά τις δηλώσεις του στα ΜΜΕ, και κατευθυνόμενος να μπει στην αίθουσα, ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή να λέει: «Σταματήστε το Κοκκαλιστάν. Για δέκα χρόνια δεν πρόκειται να πάρουμε πρωτάθλημα. Πάρτε πρωτοβουλίας και μπείτε στην ΠΑΕ».»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ενημέρωση που προσφέρουν τα περισσότερα κανάλια, ιδίως σε δελτία ειδήσεων με πολλά παραθύρια και παραθυρομουρμούρα, όπου ο ένας ξεχέζει τον άλλο μέχρι τελικής πτώσεως.

- Ευχαριστούμε που απόψε προτιμήσατε εμάς για την εναγρίωσή σας...

(από Βασίλης-7, 02/05/09)(από Βασίλης-7, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ναρκωτικό ecstasy, όταν βρίσκεται σε μορφή σκόνης και όχι χαπιού, συνηθίζεται να καλείται με την επιστημονική του ονομασία, δηλαδή «MDMA» ή, εν συντομία, «MD».

Εξ ου και η ελληνικότατη παράφραση: MDMA -> ΜD -> MDδια (εμντίδια)

Χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό!

- Πώς περάσατε το Σάββατο;
- Άσε, γάμησε... πήγαμε πάλι Fabric!Room 2, είχε Adam Beyer και πλακωθήκαμε στα εμντίδια... ακόμα κλαίω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Φραγκόφωνο είναι το αγαπημένο μουσικό όργανο των τσιγκούνηδων (φραγκοφονιάδων), κατά το σαξόφωνο, το οποίο είναι το αγαπημένο (ως επί το πλείστον) μουσικό όργανο των ανθρώπων που ασχολούνται με την Jazz μουσική.

- Ρε συ λες να αγοράσει εισιτήριο για την συναυλία ο Λάκης;
- Πας καλά; Αφού αυτός είναι στην μπάντα και παίζει φραγκόφωνο. Τσάμπα θα μπει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified