Μικρόσωμος ποδοσφαιριστής με έφεση στην πονηριά.
Προσέξτε τον κοντοπούτανο, το δεκάρι, όταν βγαίνει από πίσω.
Μικρόσωμος ποδοσφαιριστής με έφεση στην πονηριά.
Προσέξτε τον κοντοπούτανο, το δεκάρι, όταν βγαίνει από πίσω.
Got a better definition? Add it!
Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολικά κοντή αλλά καμαρωτή κορμοστασιά, περιποιημένη κόμη και ένδυση, παιχνιδιάρικη ματιά, αναβράζουσα και πολυσχιδή προσωπικότητα. Εκ των πιπίνι και πινέζα.
Οι πιπινέζες είναι ανατομικά πλήρη και αναλογικά άρτια θαύματα της νανοβιολογίας, με μόνο ελάττωμα την ελλιπή παραγωγή αυξητικής ορμόνης – πράγμα που δεν επηρεάζει ωστόσο την λίμπιντο. Έχουν το προσόν να είναι ιδιαίτερα φορητές, όπως πχ ένα σκυλάκι Miniature Pinscher, αλλά συχνά διαθέτουν και την εκνευριστικά υπερκινητική συμπεριφορά της εν λόγω ράτσας. Πρόκειται για το κολιμπρί των γυναικείου βασιλείου.
Τα συμπαγή αυτά πλάσματα διέπουν την εφηβία. Η ηλικία τους παραμένει ακαθόριστη και διατηρούν αιεθαλώς, συχνά μέχρι και το λυκόφως των δεύτερων -άντα, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας λολίτας. Η διαθεσιμότητα και το πρόθυμο πνεύμα συνεργασίας τους εξορκίζει και απενοχοποιεί τα ανομολόγητα παιδοφιλικά ένστικτα ορισμένων. Παστάκι και μιλφέιγ μαζί!
Η συνωνυμία τους με την πρηξαρχίδω Πιπινέζα από την θρυλική Λιλιπούλολη του Μάνου Χατζιδάκι είναι απλά συμπτωματική.
- Ρε παιδέρα πάς γυρεύοντας να σε βάλουν μέσα με το πιπινάκι αυτό; στο Jumbo το ψώνησες βρε ανώμαλε;
- Για την θεία του Λίλιαν λες ρε παπάρα; Η πιπινέζα σε ρίχνει 5 χρόνια!
- Ζαγοραιιιιιιιίος!!!
Got a better definition? Add it!
Ο τεράστιος βύζος. Όχι απλά οι βυζάρες, δε μιλάμε για βυζολάκκο, αλλά βυζοχαράδρα. Εκτιμητέες στην αντρική υπόληψη όσες διαθέτουν γαλακτοτουρμπίνες. Απαραίτητη προϋπόθεση για όσες θέλουν να εργαστούν σε μπουζουκλερί. Κάποιο tv persona (δεν θυμάμαι ποιο) είπε ότι η Ελεονώρα Μελέτη έχει γαλακτοτουρμπίνες (συμφωνώ), και το άρπαξε το εξώδικο του (διαφωνώ), κοπλιμέντο σου έκανε ρε Ελεονώρα ο άνθρωπος!
(Μπροστά σε οικοδομή στην Πάτρα)
- Τι γαλακτοτουρμπίνες είναι αυτές μάνα μου;;;;
- Αϊ να χαθείς παλιοκαλουπατζή!
- Άμα κατέβω απ' τη σκαλωσιά θα σου δείξω εγώ...
- Να πας να δείξεις στη μάνα σου και στην αδερφή σου ρε μινάρα!
Got a better definition? Add it!
Τερατόμορφο πλην γευστικότατο ψάρι γένους Lophius Piscatorius που έρπει στον βυθό της θάλασσας καταβροχθίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα του με το πελώριο παραμορφωμένο στόμα του. Πωλείται πάντα χωρίς κεφάλι, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υστερικών κρίσεων ή λιποθυμιών στο ιχθυοπωλείο, καθώς η μορφή του είναι από αποκρουστική έως εφιαλτική. Οι ψαγμένοι μεζεκλήδες ωστόσο πάντα επιμένουν να πάρουν και το κεφάλι, καθώς κάνει την απόλυτη ψαρόσουπα.
Σλανγκιστί, πεσκανδρίτσα αποκαλείται η γυναίκα με πρόσωπο βατραχόψαρου αλλά σώμα αναφοράς. Υπάρχει ωστόσο μια καθοριστική, ειδοποιός διαφορά με την γνωστή σε όλους γκόμενα-γαρίδα: την πηδάς μεν αλλά δεν πετάς το κεφάλι (ούτε το κάνεις και σούπα). Διότι παρά την αποκρουστική του ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα –όπως χιούμορ, πνεύμα, σκέρτσο και πάνω απ' όλα ουράνιο κλαρίνο (χαλάλι το ενδεχόμενο ενός τσιμπούμερανγκ!)– που την εξιλεώνουν σε μεγάλο βαθμό. Με κατάλληλο φωτισμό σχεδόν ξεχνάς τη σιχαμερή της φάτσα και δεν απαιτείς καν να φοράει χαρτοσακούλα πάνω από το κεφάλι!
- Πού εξαφανίστηκες βρε Πανούλη;
- Βρυκα γκωμενακυ φοινο! Εχοι σομα σαν γωργωνα εχο παθι μουνοπλακκα! Κε αιχι και πλι χοιουμωρ μετα το σεχ μυλαμαι με τοις ορεσ! I shink I yam in luv!
- Καλά, γιατί δεν μας την γνωρίζεις;
- Νασπο, δαι βγενοι εξο … οι γιτονεςς ζιτοισαν ασφαληστυκα μαιτρα για να μι πάθουν ψοιχοτραλαλα τα πεδακηα τουσ!
- Κατάλαβα, με πεσκανδρίτσα πήγες κι έμπλεξες καημένε!
Got a better definition? Add it!
Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.
- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.
Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).
- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ.
- Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!
Got a better definition? Add it!
Η τρισάθλια και βρωμερή γκόμενα. Ο υπέρτατος συνδυασμός μπάζουκαι μπίχλας ως μία μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη που αδυνατείς να πιστέψεις ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια, και συνήθως παρουσιάζεται σε εμάς μέσω της εκπομπής «How clean is your house;».
Στη πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι πλήρως μη συνειδητοποιημένη για το πόσο βρώμικη και πόσο άσχημη είναι.
Επίσης μπορεί να είναι αργόσχολη, αλκοολική και οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς της στα 40 της.
στα γυρίσματα της εκπομπής
Ξανθιά γριά που καθαρίζει: -Πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις αυτή τη τουαλέτα;
Μπάχλα: -Ερρ... δε θυμάμαι... 4 χρόνια...;
ΞΓΠΚ: -Και τη χρησιμοποιείς ακόμα;
Μπάχλα: -Ε... ναι...
ΞΓΠΚ: -:facepalm:
και ο καμεραμαν σκέφτεται από μέσα του
«Άλλη μία μπάχλα που και το σπίτι να τις καθαρίσουμε, αν δε πάει και στην άλλη εκπομπή να την κάνουν όμορφη δε πρόκειται να δει άσπρη μέρα...».
Got a better definition? Add it!
Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.
Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.
Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.
Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.
Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.
Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.
- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!
Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, τζατζόγρια, γρίντζελο, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Got a better definition? Add it!
Εκεί που τα πτυχία των αποφοιτριών, είτε από Πούτσεστερ, είτε από άλλα καλύτερα πανεπιστήμια γίνονται λαδόκολλες και δεν ανοίγουν πόρτες, εκεί που κάποιες έχουν διδακτορικό (κανονικό ή γιαλατζί) και σπάνε τα μούτρα τους γιατί η ανεργία χτυπάει κόκκινο, εκεί που το βιογραφικό σημείωμα είναι ανίσχυρο να πραγματώσει τα όνειρα και τα κούφια λόγια περί επαγγελματικής αποκατάστασης φαντάζουν ασήμαντα, ένα πλούσιο βυζογραφικό (γυναικείο στήθος) έρχεται πολλές φορές όχι άπλα να ανοίξει πόρτες, αλλά να ανοίξει το δρόμο και για πολλά άλλα πράγματα. Μαρούλι-Λοιπές υλικές απολαύσεις- Κοινωνική καταξίωση. Μ' άλλα λόγια: ένα βυζογραφικό που να μπορεί να φέρει το Σακέτο σε πακέτο!
Το βυζογραφικό σημείωμα δεν είναι απλές κόλλες χαρτιού όπως το βιογραφικό. Μιλάει από μόνο του.
Ένα πλούσιο βυζογραφικό συνδυαζόμενο με multimedia υποστήριξη (σώμα και πρόσωπο φοβερής αισθητικής αντίληψης, αρμονική κίνηση, τσαχπινογαργαλιάρα ματιά και φωνή) που φωνάζει από χιλιόμετρα: «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε» μπορεί να ανατρέψει όλα τα προγνωστικά (π.χ. φτωχό βιογραφικό).
Ένα βυζογραφικό που προβάλλει μέσα από ένα βυζούβιο (ως φάκελο), αφήνοντας να διαφανεί εικόνα για high class βυζόμπαλα πλαισιωμένα από Κορμί, τύπισσας υψηλών φυσικών προδιαγραφών, που όχι απλά σέρνει καράβι αλλά και ναύαρχο και ναυαρχίδα και στόλο ακόμα, αποδεικνύεται πολλές φορές κατά πολύ ισχυρότερο από ένα πολύ καλό βιογραφικό.
Δυο συνιδιοκτήτες μιας εταιρείας συζητούν.
Α: Βλέπω πως για τη θέση της υπαλλήλου που ψάχναμε για το τμήμα δημοσίων σχέσεων πως προσέλαβες αυτή με το χειρότερο βιογραφικό. Για δημόσιες σχέσεις μιλάμε, όχι για δημόσιες χέσεις. Τι συμβαίνει; Έχει μπάρμπα στην Κορώνη; Και το άλλο πάλι που το βάζεις; Μα να της δώσεις ταβανοσκουπάτο μισθό;
B: Κοίτα, μπορεί να 'χει ftp βιογραφικό, αλλά αν δεις το πλουσιότατο βυζογραφικό της θα καταλάβεις γιατί την προσέλαβα. Τσάμπα μας έρχεται. Θα μας αναζωογονεί σεξουαλικώς, οπότε θα μας βοηθά να παίρνουμε σωστές αποφάσεις για τον οργανισμό.
Α: Μα δεν ξέρει τη δουλειά.
Β: Και τι έγινε; Όπου χρειάζεται θα έχει βοήθεια από άλλες, ενώ με τα φυσικά της προσόντα θα μας κλείσει τις... συνεργασίες.
Κορίτσια καταθέστε βυζογραφικό. Ο Ατάνας πληρώνει. Ο Ατάνας επιλέγει. Δες
Got a better definition? Add it!