Η ταινία που συνήθως κάνει μπαμ ότι είναι αμερικάνικη, είτε για το κλασσικό happy end της είτε γιατί είναι υπερπαραγωγή, είτε γιατί είναι πολύ προβλέψιμη. Πολύ πιθανόν να είναι και μια βλακεία.

- Τι ταινία πήρες για το βράδυ;
- Δεν θυμάμαι τον τίτλο.
- Κατάλαβα... Πάλι καμιά αμερικλανιά θα πήρες.

Λογοπαίγνιο πάνω στο αμερικανιά.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται μια συνήθεια που αντανακλά τον τρόπο ζωής του εν λόγω λαού. Μπορεί μεν να είναι αμφιβόλου ποιότητος (όχι πάντα), αφήνει δε μια ικανοποίηση (κλανιά) και πολλές φορές μια αίσθηση πληρότητος. Αναφέρεται σε μουσική, φαγητό, σινεμά, αρχιτεκτονική, tv κ.α.

- Ρε Τάκη, είσαι να πάμε απ' του Jay Jay's να σκίσουμε καμιά μοσχαρίσια με το αίμα της; Βαρέθηκα το φασουλόρυζο, κοντέυουμε Σπαρτιάτες. - Αμάν με τις αμερικλανιές σου, ρε μπας και είσαι της NSA; - Ναι, γι' αυτό μπουκώνεις το μπριζολίδι σε dt και μετά μας τα πρήζεις με το Zeitgeist.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το φαινόμενο κατά το οποίο οι συνάψεις των νευρώνων του εγκεφάλου μας ενίοτε υφίστανται στιγμιαίο βραχυκύκλωμα, με αποτέλεσμα να εκστομίσουμε ή να πράξουμε κάτι το φανταστικά ηλίθιο χωρίς να το αντιληφθούμε.

Αγγλιστί: Brain-fart

- Vrastaman (απευθυνόμενος στην Ironick): Πάντως βλέποντας το τελευταίο μύδι (σ.ς.: φωτογραφία γκόμενας με βυζιά-γαργαντούες) με το όνομά σου από κάτω, για ένα νανοδευτερόλεπτο οι νευρώνες του εγκεφάλου μου βραχυκύκλωσαν και με έπιασε κρύος ιδρώτας!

- Ironick: έχεις δει αεροπλάνο; καμία σχέση!

(Εγκεφαλοκλάνι του γράφοντος στο σχολιασμό του λήμματος βυζοκίνητο).

Εγκεφαλοκλάνι! (από Vrastaman, 12/03/09)(από Galadriel, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των «κλάνω» και «πλανητάρχης». Μπορεί να είναι:

  1. Ο άρχων της κλανιάς, ο καλός στα πνευστά. Δηλαδή ο πρώτος, ο πρόεδρος του Ομίλου κλασομπανιέρων.

  2. Ο κλαζμεντέν, αυτός που κλάνει μέντες από τον φόβο του, ο Αντόνιο Εκλασαμέντες ισπανιστί, και πάλι ο πρόεδρος.

  3. Ένας πλανητάρχης που βρωμίζει τον πλανήτη με βόμβες διασποράς, μεταφορικές (βλ. 1ο μύδι) ή πραγματικές.

  4. Ένας πλανητάρχης, που είναι κλαζμεντέν, θρασύδειλος κτλ.

- Τι θα γίνει με τον Ομπάμα; Θα είναι ντούρασελ, να φτιάξει δυο τρία πράγματα στον πλανήτη, ή θα αποδειχθεί κανάς κλανητάρχης Ομπάμιας κι αυτός;

(πρωην) κλανητάρχης επι τω έργω (από Vrastaman, 22/01/09)Αγελάδα Πλανητάρχης (όλος ο χάρτης πάνω της, σε μαύρο χρώμα περικαλώ) (από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μπάντα που είναι κοινώς GTP.

Ρε μαλάκα!!! Που μας έφερες εδώ! Αυτοί είναι κλασίμπο ρε συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο της συσώρευσης, συγκέντρωσης, συστράτευσης μορίων αέρα στην ευαίσθητη περιοχή της μήτρας μέσω του εμβόλου του αντρός (πέος). Το σχήμα του μπαργαλάτσου είναι το πλέον ιδανικό για αυτή τη δουλειά. Η αεροστεγής εφαρμογή του πέους στα τοιχώματα της μήτρας καθιστά το φαινόμενο πολύ συχνό. Έχει σίγουρα συμβεί σε όλους αλλά ακόμη και να μην έχει συμβεί όλοι θα παραδεχτούν ότι συνέβη από φόβο μήπως κάνουν κάτι λάθος στον σημαντικότερο τομέα της ζωής ή λόγω του απλού και ευγενούς συναισθήματος της ντροπής. Αν και όταν συμβεί γεμίζει αμηχανία τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό (ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν αποτελεί τον μόνο αλλά το λήμμα αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτόν λόγω απλά ετυμολογίας και μόνο) αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει.

Αποτελεί και αυτό φυσιολογική ανθρώπινη λειτουργία για την οποία μάλιστα δεν ευθύνεται κανένα από τα δύο μέρη που πραγματοποιούν τη συνουσία. Καλό θα ήταν τέτοιου είδους συμβάντα να ακολουθούνται από κλισέ εκφράσεις που προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατάσταση: «Δεν πειράζει αγάπη μου», «Συμβαίνει συχνά (από ό, τι έχω ακούσει)», και σε περίπτωση που σας ταλαιπωρεί πολύ καιρό κρατώντας κλειστή την «πίσω πόρτα»: «Καλά μωρή, στο κλάσιμο με έχεις; Τώρα θα στην βουλώσω να μάθεις».

(Ο Βύρωνας επιτέλους μετά από πολύ καιρό καταφέρνει να ρίξει την Έμυ στο κρεβάτι. Όλα είναι έτοιμα για μια τέλεια βραδιά: Το κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα, σαμπάνιες παντού κι έτσι. Πάνω που αρχίζει η διείσδυση αρχίζει να ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Στο μυαλό του Βύρωνα ήρθε κατευθείαν η στιγμή που του κόλλησαν το παρατσούκλι βρωμύλος. Ξανά το ίδιο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως δεν το προκαλούσε αυτός. Τότε ρωτάει την Έμυ τι ήταν αυτό, μόνο και μόνο για να λάβει μια παγερή σιωπή. Προσπαθεί ακόμη μια φορά χωρίς αποτέλεσμα και στην τέταρτη προσπάθεια εκείνη γυρνάει, του ρίχνει μια θανατερή ματιά χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι είναι τόσο στόκος και με βλοσυρό ύφος του απαντά)

- Μουνοκλάνι.

(από pavleas, 22/01/09)Παίζει το μουνοκλάνι στα δάχτυλά τις!  (από PUNKELISD, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή της απολύτως φυιολογικής κατάστασης του ανθρωπίνου εντέρου, (του παχέως για να ακριβολογώ και να πουλώ και μούρη), που σαν περιγραφή θα την έλεγες και πλεονασμό, αλλά περιγράφει κάτι παραπάνω από τις συνήθεις δυνατότητες μίας μόνον λέξης.

Όπερ έδει δείξαι: ο πόρδος, ως ορισμός, περιγράφει τον ήχο, κυρίως, του δια της σουφρός βιαίως εκβαλλομένου αέρος.

Ενώ η κλανιά έχει μεγαλύτερη περιγραφική ικανότητα σε ότι αφορά την περιεχόμενη οσμή (πείτε την και κλανιστική ικανότητα) στην συγκεκριμένη ποσότητα γραμμομορίων αερίου (moles αγγλιστί και φάτε χώμα αχημείωτοι...).

Κάθεται ο μπάρμπας στο πανηγύρι σε διπλανή καθέκλα, οπότε αρχινάει και μασαμπουκίαζει όσα ο γιατρός απηγόρεψε, φάβες, λουκάνικα εγκλωβισμένα σε μπέικο, κάτι μισόταβλες με κάτι αλειφωτά αποπάνου, κάτι τυροπιτάκια με συλλεκτικό τυρί από την εποχή του Πάγκαλου πού 'ταν μακρυές οι φούστες, και τελικώς ο σφιγκτήρ μπλατσαρεύει και απολάει κάτι γλιτσάρες να σιχαίνεσαι το ανθρώπινο γένος και, τί να κάνεις, αναφωνείς ή μάλλον χαμηλοφωνείς ή μάλλον αναφωνείς (γιατί ο θειοΠέτρος έχει κατεβάσει τον γενικό στα αυτιά και μετά βίας ακούει έστω και το βιολί-δισκοπρίονο): «Ρε μαλάκα, πάνε πιο κει, με τάραξε ο θειοΠέτρος στην πορδοκλανίαση..!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]

Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.

Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified