Το κολπικό υπόθετο.
- Μου φαίνεται ότι έπιασα μύκητες.
- Ε, πήγαινε σε καναν μουνολόγο να σου πει τι να κάνεις.
- Τι να μου πει, κλασικά, θα μου δώσει να βάζω κάθε βράδυ ένα μουνόθετο ντακταρίν, σιγά!
Το κολπικό υπόθετο.
- Μου φαίνεται ότι έπιασα μύκητες.
- Ε, πήγαινε σε καναν μουνολόγο να σου πει τι να κάνεις.
- Τι να μου πει, κλασικά, θα μου δώσει να βάζω κάθε βράδυ ένα μουνόθετο ντακταρίν, σιγά!
Got a better definition? Add it!
Ο γυναικολόγος.
Υπάρχει και ο μουναρολόγος, ο γυναικολόγος που έχει για πελατεία Τις μουνάρες (ευσεβής πόθος).
Μαμά, όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω μουναρολόγος.
Got a better definition? Add it!
Ο μαστολόγος.
Τι μπελάς κι αυτός κάθε χρόνο μαστογραφία και ψηλάφιση από τον βυζολόγο... δε μας φτάνανε τα παπ, οι υπέρηχοι, τα τσεκάπ αίματος και ούρων, τώρα κι αυτό.
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα στα μάτια ενός αρσενικού που, με τον καιρό δεν παρατηρεί τίποτα περιττό και επικεντρώνεται στα βασικά... ΒΥΖΙ και ΚΩΛΟΣ.
- Καλά μαλάκα αν πάμε σε αυτό το club θα είναι γαμώ.
- Γιατί ρε;
- Τι γιατί ρε; Πατάς πουθενά; Ο τόπος είναι γεμάτος από βυζόκωλα!
Got a better definition? Add it!
Εφόσον ετυμολογείται από την σαύρα, σημαίνει την ακαυλία ή μαλακοκαυλία.
Ο Μαθουσαλίδης έχει φτάσει πλέον σε μια εποχή μακάριας ασαυρίας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που έχει πρησμένα αρχίδια μιας και έχει να γαμήσει κάτι χρόνια, τα αρχίδια του έχουν κρατήσει 2 κιλά χύσι, όπως ακριβώς λειτουργεί και η καμπούρα της καμήλας αποθηκεύοντας νερό.
Καλε ε, θα σε τρελάνει στο χύσι. Όλες εδώ λένε ότι είναι αρχιδοκάμηλος.
Got a better definition? Add it!
Από το ρωσικό «νιετ»= όχι, και το ετς, δηλώνει το αντίθετο του «ετς».
Πηγή (τα παράπονά σας στον): GATZMAN.
Σλάνγκος: Αχ, και νά 'χαμε τώρα καμιά σλανγκοφραποχταπολιμπιδιάρα να μας ανάψει!
Συσσλάνγκος: Ετς!
Σλανγκοφοριάζουσα: Νιετς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λιώμα από LSD. Από τα τριπ + πίτα.
Πηγή: GATZMAN.
Μαζευήκαμε όλοι στο μπαφόσπιτο και γίναμε τρίπιτο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μονάδα μέτρησης του πρηξίματος που προκαλείται από τη συναναστροφή με φορτικά και ιδιαίτερα κουραστικά άτομα (κοινώς πρήχτες).
Με πέθανε! Μια ώρα με ζάλιζε με τα γκομενικά της. Μιλάμε για 6,5 Πρίχτερ τουλάχιστον...
Aπό εδώ στο lexilogia.gr
Got a better definition? Add it!
Σλανγκική εκφορά της ουτοπίας και εν γένει ενός φανταστικού / ιδεατού / ονειρικού κόσμου. Από λεξιπλασία του Ευγένιου Τριβιζά για ομώνυμο κόμικ / τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστές φρούτα.
Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified