Further tags

Η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπινου είδους, που κάποιοι λένε ότι ξεπερνάει και το τροχό.

Το ακουμπιστήρι, όπως λέει και το όνομά του, είναι οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να ακουμπάς πράγματα που σου απασχολούν τα πολυάσχολά σου χέρια. Μπορεί να είναι είτε κάτι κατασκευασμένο για αυτό το σκοπό –π.χ. ένα τραπεζάκι, μια εταζέρα, η θήκη για το ποτήρι στο αυτοκίνητο– είτε μια πατέντα –γυρισμένο καφάσι ανάποδα που εφαρμόζουν στις τρύπες του και τα ποτηράκια, χαμός σας λέω!– είτε κάποιο αρκετά οικείο σας πρόσωπο ( βλ. κομοδινοκούνελο). Κρίνεται απαραίτητα για οποιαδήποτε βαριά χειρωνακτική δουλειά, όπως είναι το άραγμα με μπύρες, τη χαρτοκοπτική –κόλλημα σε εξωτερικούς χώρους και άλλα πολύ κουραστικά πράγματα.

Τα ακουμπιστήρια είναι υπερπολύτιμα σε σκοτεινούς ή / και σε υπαίθριους χώρους, αναλογιστείτε απλώς πόσες φορές χάσατε κάτι σε παραλία επειδή το αφήσατε χάμου και το έφαγε η μαρμάγκα. Τώρα όμως ξέρετε και θα αναζητήσετε την επόμενη φορά ένα καλό ακουμπιστήρι!

( βλ. βίδεα και φωτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κυρία η οποία, παρά την προχωρημένη της ηλικία (40+) και την αισθητά χαμένη της νιότη και ομορφιά, δεν λέει να το καταλάβει και παριστάνει την πιτσιρίκα, το πιπίνι. Έχει, με λίγα λόγια, αυτογνωσία μηδέν.

Προέρχεται από το γέρος = ηλικιωμένος / η και το μπεμπέκα = μικρή κοπέλα, παραφθορά του μπέιμπυ.

- Ψιτ, κόψε μωρό διακριτικά στα αριστερά σου.
- Τι μωρό ρε μαλάκα; Θά 'θελε! Αυτή είναι γεροντομπεμπέκα. Πατημένα 45 και φοράει μίνι...

Η θεά Δεβόρα Χάρι έκανε καρριέρα με τους Blondie στα 35 της (φωτό).  (από allivegp, 03/08/09)Σήμερα είναι μια μπεμπέκα ετών 64 (από allivegp, 03/08/09)Γιατί το Βασικό Ένστικτο είναι η εμμηνόπαυση! (από Khan, 09/08/09)Γεροντομπεμπέκα με ντακ φέις. (από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάχος Έλληνας που έφυγε μικρός από το χωριό του και πήγε στην Αμερική.

Προέρχεται από την βλαχο-ελληνο-αμερικάνικη προφορά που έχει και δεν μπορεί να μιλήσει καλά ούτε ελληνικά αλλά ούτε και αμερικάνικα-αγγλικά.

Όλοι οι ελληνοαμερικάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός ρέιβερ (raver στα αγγλικά) που χορεύει σαν τρελός, χοροπηδάει και κουνάει χέρια-πόδια σαν το κατσίκι.

... θα τον βρείτε σε όλα τα μεγάλα club που παίζει mainstream & dance μουσική.

(από jesus, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτος συνδυασμός. Σαλιάρης + χαλιαμούτρας. Συνήθως είναι και σαπιοκοιλιάς.

-Ποια θα κάτσει ρε να τη γαμήσεις ρε; Σε βλέπουνε οι γκόμενες και κόβουνε λάσπη ρε σαλιαμούτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευρωπαϊσμένος χαρακτηρισμός για γκόμενα πατσαβούρα.

-Χωρίς μεγάλα βυζιά η γκόμενα είναι πατσαβουρέισον.

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για slang στιχομυθία, συνέχεια του λήμματος τιγκανά.

Το αντερσον αποτελεί πρόταση, τύπου άντε να την κάνουμε σγα-σγα, ενώ το γκούσταφσον, απάντηση του γουστάρω, άραξε ακόμα λίγο. Αμφότερες οι λέξεις, επίθετα ποδοσφαιριστών με ενεργή παρουσία στα ελληνικά ποδοσφαιρικά δρώμενα

Σχετικά λήμματα Τιγκανά Τιμούρ (και) Κετσπάγια, Τομπούλογλου.

- Μεγάλε τιγκανά; Άντερσον;

- Άραξε λίγο ρε μεγάλε. Γκούσταφσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατίν ονομάζουμε την αποπνικτική μίξη των ακόλουθων αερίων:

  • Σκατίλα.
  • Κωλίλα.
  • Σπρέι με άρωμα αγριοκέρασο (και μάγουλο βερίκοκο).

    Το παραπάνω συνονθύλευμα κάνει τον χρήστη της τουαλέτας, που χέζει και νομίζει ότι το σπρέι θα καταπνίξει τη σκατίλα, να κρατάει την αναπνοή του ώσπου να βγει έξω από το WC. Το καλοκαίρι ειδικά το αέριο Σκατίν δεν αντέχεται με τίποτα!

Η λέξη παράγεται από τις λέξεις: Σκατά και Σαρίν.

(Ο Παναγιώτης βγαίνει απο την τουαλέτα με γαλήνιο ύφος, σφυρίζοντας)
Τάκης: Επιτέλους βγήκες!(πάει μέσα)
Παναγιώτης: Ωχχ... θα τη μυριστεί τη δουλειά.
Τάκης: Ρε μαλάκα! Βρομάει Σκατίν εκεί μέσα! Τι το ήθελες το Γκλέιντ!

Shoko Asahara (μπουχέσας Ιάπων) (από Vrastaman, 31/07/09)Σφαγή του Κατυν (από Vrastaman, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνισταμένη δύο κλασικών πλέον βρασταμανικών λημμάτων, ήτοι οαρκούρδος είναι αρκούδος και μελαψός Αγγλοσάξων ή Γαλάτης ή Τεύτων ή γουατέβα, αλλά περισσότερο στην απόχρωση της σκουριάς.

Βέβαια, στις προθέσεις του λημματονουνού Κνάσου και της φίλης του, που το εφηύρε για «κάτι περίεργους, μαυριδερούς, βρώμικους και τριχωτούς Άγγλους σε ένα αεροδρόμιο» δεν ξέρω αν περιείχετο η γκέι έννοια. Πλην ύστερα από την πρόσφατη λημματογράφηση του αρκούδου, κάθε μη αρκούδως γκέι εκδοχή του αρκούρδου έχει πλέον καταστεί παρώ. Βέβαια, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί η έκφραση και για έναν στρέιτ μελαψό βερμουδιάρη, πλην φοβούμαι ότι θα δημιουργηθούν εύλογες υποψίες μήπως ο χαρακτηριζόμενος ως αρκούρδος το αυτονομεί το Κουρδιστάν ή, εναλλακτικώς, το γλείφει το μέλι...

Αρκούρδος, λοιπόν, ο αρκούδος με απόχρωση σαν Κούρδο, ή πάκι ταμπαβιόλη.

Trivia: 1. Πριν από την φίλη του Κνάσου, η έκφραση υπήρχε επίσης σε κρύα ανέκδοτα του στυλ: - Τι είναι καφέ, ζει στα δάση και το κυνηγάνε οι Τούρκοι; - ...;
- Ο αρκούρδος.

- Τι είναι καφέ, τρώει μέλι και έχει κουπιά; - ...;
- Η βαρκούδα.
κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι μας πολυενδιαφέρει αυτό.

  1. Η αρκούδα είναι ένα από τα πιο σλανγκενεργά ζώα. Παραθέτω έναν ενδεικτικό κατάλογο: αρκούδα, αρκουδάκος, αρκουδέας, αρκουδέης, αρκούδες, αρκουδιά, αρκουδιάρης, αρκουδίσιον, αρκουδίτσα, αρκουδοπεταλούδα, αρκούδος, αρκούδως, βολική αρκούδα, της αρκούδας, το χώσιμο της αρκούδας, χέζουν οι αρκούδες στο δάσος; κ.ά.

- Χέζουν οι αρκούρδοι στο δάσος;
- Δύσκολο το κόβω...

Λε-λε-λευτεριά, λευτεριά στον αρκούρδο!

Το αποσχίζει το Κουρδιστάν (από Khan, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποπνιχτική μυρωδιά ξινισμένου τυριού συνοδευόμενη από κιτρινισμένο νερό και τρίμματα φέτας από το χωριό (κάπου στην Ήπειρο... όχι απλά Ηπείρου) στο 3ο ράφι του παλιού ψυγείου Miele της γιαγιάς, με γεύση πιο πικρή απο το φετέισον του μπάρμπα-Θωμά που έχει την καλύβα απέναντι από το εκκλησάκι του χωριού... (γνωστή ως η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά). Επίσης οι πιο γραφικοί παππούδες του χωριού λένε έτσι την αλμύρα που βάζουν την φέτα για να μην χαλάσει...(δεν τα καταφέρνουν και πολύ φαίνεται).

(Ο Γιάννης και η γκόμενα του μόλις φτάσανε στο παλιό σπίτι στο χωριό... η γκόμενα έχει πάρει φρέσκο γιαούρτι και αγγούρια για να φτιάξει μάσκα για το πρόσωπο)

-Αγάπη μου που να βάλω τα πράγματα που πήραμε...;
-Στο ψυγείο αφού πρώτα το ανοίξεις και το βάλεις στην πρίζα.
-Μπλιαξ... εδώ μέσα μυρίζει απαίσια... ο πατέρας σου πριν πεθάνει δεν τελείωσε όλο το τυρί που είχε φτιάξει...
-Ναιιιι... τρελαινόταν να ανοίγει το ψυγείο και να τον πνίγει η σαλαμούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified