Φανταστική χώρα, όπου φύονται τσουτσούνια. Όπως λέμε Τσετσενία. (Καμία σχέση!)
- Τα μάθατε για το Λάκη; Πάει εθελοντής στη Τσετσενία.
- Σώπα καλέ! Μάλλον εθελόντρια αδελφή στη Τσουτσουνία πάει!
Φανταστική χώρα, όπου φύονται τσουτσούνια. Όπως λέμε Τσετσενία. (Καμία σχέση!)
- Τα μάθατε για το Λάκη; Πάει εθελοντής στη Τσετσενία.
- Σώπα καλέ! Μάλλον εθελόντρια αδελφή στη Τσουτσουνία πάει!
Got a better definition? Add it!
Περιοχές, περιμετρικώς του «κλεινού άστεως», όπου αφθονούν οι ταβερνοψησταριές (κοινώς κτηνοφαγεία): Βάρη, Καλύβια, Παιανία, Βαρυμπόμπη, Φυλή κλπ.
- Τι έγινε και χάθηκες ρε φίλε; Όχι τίποτ' άλλο, μου πέσανε και τα τριγλυκερίδια.
- Νταξ. Θα σε πάω Τζατζικιστάν το Σαββάτο, να 'ρθείς στα ίσια σου.
Got a better definition? Add it!
χιπστεροναζί, χιψτεροναζί
Σύνθετη λέξη που αντλεί τη ρητορική της δυναμική από τον συνδυασμό των δύο φαινομενικώς άσχετων φυλών των χιπστεράδων και των ναζών. Ο όρος, νομίζω, θέλει να εκφράσει ένα ή περισσότερα από τα εξής τρία χαρακτηριστικά στοιχεία:
Στο εξωτερικό κυρίως, η σύνδεση των χίπστερ με τους ναζί γίνεται συχνά για να δείξει την παντοδυναμία του καπιταλισμού, ο οποίος μπορεί να εξημερώσει (ή έστω να εκτζημερώσει) ό,τι πιο άγριο και φανατικό υπάρχει. Το λολαδερό της υπόθεσης είναι ότι παντρεύονται οι ναζί, δηλαδή οι πιο βίαιοι μαύροι φασίστες με τα χιπστέρια που γενικά θεωρούνται ως ντεκαφεϊνέ άκακα πλασματάκια (που ενίοτε μπουλίζονται κιόλας από τους ζέχνοντες ματσίλα). Με τη λογική αυτή έχει δημιουργηθεί από τους αγγλικάνους ο χαρακτήρας του Adolf Hipster ή Hipster Hitler, ο οποίος είναι και καλά μια χιπστεράδικη επανενσάρκωση του Adolf Hitler, που (όπως ίσως και ο πρωτότυπος) είναι χορτοφάγος, γιολάρει Eva φορ εβα, κάνει ένα γιολοκαύτωμα υπό επευφημίες Heil Hipster και χιπστεροταλιμπάν. Νομίζω ότι η προϋπόθεση αυτών των λολοπαιγνίων είναι η αίσθηση ότι ο καπιταλισμός στη μετανεωτερική ή ύστερη νεωτερική φάση του μπορεί να αλλοτριώσει/ ντεκαφεϊνοποιήσει/ καταστήσει κατσικίδιες ακόμη και τις πιο εγκληματικές ή ακραίες ιδεολογίες. Όχι παραδόξως, οι καταφεύγοντες σε αυτά τα λολοπαίγνια, κυρίως στον αγγλικάνικο χώρο, είναι συχνά φιλελέδες που πανηγυρίζουν έτσι την παντοδυναμία του καπιταλισμού και της ονείρωξής τους, της Τίνας.
Πλην υπάρχει μία (τουλάχιστον) εξαίρεση: Οι Γερμανοί Nipster. (Είναι τρελοί αυτοί οι Γερμανοί). Οι Nipster (προφ εκ των Νazi και hipster) είναι πραγματικοί Νεοναζί οι οποίοι τρόπον τινά κρύβουν τον αυθεντικό ναζισμό τους υπό χίπστερ προσωπείο. Θυμίζουν με τον τρόπο τους το παράδειγμα που αρέσκεται να φέρνει ο Slavoj Zizek για τους μαύρους στην Αμερική οι οποίοι έκρυβαν ότι είναι μαύροι ακριβώς με το να βάλουν μάσκες μαύρων, όπως δηλαδή έκαναν και οι λευκοί. Βάζοντας δηλαδή μάσκες μαύρων άφηναν τους άλλους να πιστεύουν ότι είναι λευκοί που υποδύονται τους μαύρους κι έτσι περνούσε απαρατήρητο το γεγονός ότι ήταν πραγματικά μαύροι. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι Nipster αντί να είναι άσβερκασκίνια, παίρνουν από τη ναζιστική «κουλτούρα» επιμέρους στοιχεία και τα φοράνε δίκην χιπστεράδικων βιντατζιών προκειμένου μέσω του χιπστεράδικου προσωπείου να αποκρύψουν ότι όντως είναι ναζί, τ. ναι, είναι αυτό που νομίζεις. Βέβαια, δεν είναι αδύνατο να πάμε από το 2 στο 1, δηλαδή τα χιπστεράδικα σημαίνοντα να αποκτήσουν επιτελεστική σημασία και οι Nipster όντως να αφομοιωθούν από το εκτζημερωμένο χιπστερικό ό,τι να 'ναι. Πολλοί Νιπστεράδες είναι χιπχοπάδες ή ανήκουν σε ρέγκε συγκροτήματα ή σε Nazi punk κ.ά.
Και ερχόμαστε στην Ελλάδα που κυρίως μας ενδιαφέρει από γλωσσικής άποψης. Στη χώρα μας ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από αριστερούς για να προωθήσει ένα συγκεκριμένο αφήγημα που είναι το αντίθετο από το αφήγημα του πετάλου. Αν κατά το πέταλο, τα δύο άκρα του ναζισμού και του κομμουνισμού συναντώνται, τότε για το αντίθετο αφήγημα ο ναζισμός (ή γενικότερα ο φασισμός) δεν είναι παρά το μαντρόσκυλο του καπιταλισμού που βγαίνει να γαβγίσει σε καιρούς κρίσης και αφού κάνει τη δουλειά του συμπιέζοντας τους εργαζομένους μετά λουφάζει μέχρι την επόμενη φορά που θα παραστεί ανάγκη. Ειδικότερα ο όρος χιπστεροναζισμός θίγει κάτι το πιο συγκεκριμένο, δηλαδή κάποιους οι οποίοι εμφανίζονται ως και καλούα κουλ τύποι, υπεράνω παρώ ιδεολογιών, μη πολιτικά πρόσωπα κ.ο.κ., ενώ στην ουσία είναι και φασίστες και υποστηρικτές των πιο άγριων μορφών καπιταλισμού. Αυτοί που χρησιμοποιούν τον όρο χιπστεροναζί είναι συνήθως οι ίδιοι με αυτούς που χρησιμοποιούν τους όρους ακραίο κέντρο, ακραιοκεντρικός, ακραιοκεντρώος κ.τ.ό. Πρόκειται δηλαδή για τη θεώρηση ότι το πραγματικό άκρο δεν πρέπει να αναζητηθεί (μόνο) στο πέταλο, αλλά κυρίως στο φιλελέφτ «κέντρο». Αυτοί που κυρίως στιγματίζονται ως χιπστεροναζί είναι οι ανήκοντες στο κόμμα Ποτάμι, και ειδικά ο σεσημασμένος για τη χρήση βιντατζιώνκαι άλλων χιπστεριών Σταύρος Θεοδωράκης, ενώ (κατά την άποψη των χρησιμοποιούντων τον όρο) υποστηρίζει με ακραίο τρόπο τους καπιταληστές του μπομπολιστάν. Ο όρος έπιασε το πικ του κατά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν το Ποτάμι είδε ελαφρώς την πλάτη της Χρυσής Αυγής οπότε γίνανε σχετικές συγκρίσεις μεταξύ ναζί και χιπστεροναζί. Εκτός από το συγκεκριμένο κόμμα, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αριστερούς για να θίξει κι άλλα κώματα της Υπεύθυνης Αριστεράς ή λαϊφστιλάτες προσπάθειες, όπως λ.χ. τους Ατενίστας, τους γράφοντες ή αναγιγνώσκοντες τα Free Press έντυπα των νεογεωργελέδων, και εν γένει κάθε ανήκοντα στο φιλελευθεράτο.
Ωστόσο, πέρα από την εντόνως πολεμική χρήση του όρου εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, χρειαζόταν ένας όρος για να περιγράψει το αίσθημα έκπληξης που δοκιμάζει κανείς στην Ελλάδα (και όχι μόνο) όταν συνομιλεί με ένα φαινομενικώς αλτέρνι στην εμφάνιση και περιμένει να ακούσει κοινωνικώς εναλλακτικές απόψεις, αλλά διαπιστώνει στη συνέχεια ότι έχει να κάνει με εντελώς ξετσίπρωτο άτομο που δεν διαφέρει και πολύ από χάβγουλο σε σκατοψυχία. Ο όρος περιγράφει, λοιπόν, μια ορισμένη αντίφαση μεταξύ εναλλακτικής εμφάνισης και ακροδεξιών πολιτικών πεποιθήσεων ή, σε άλλες περιπτώσεις, μια ενδημική στην Ελλάδα διασταύρωση βλαχοφιλελέ και χιπστεροκάγκουρα.
Θα τελειώσουμε δίνοντας τον λόγο στον Παναγιώτη Χατζηστεφάνου που συνέβαλε στην καθιέρωση του όρου: «Επειδή το φαινόμενο της μεσοαστικής συνέργειας με το τυραννικό καθεστώς είναι εξίσου επικίνδυνο με την πλύση εγκεφάλου της εργατικής τάξης από την ακροδεξιά προπαγάνδα, θα πρέπει να εφευρεθεί μια λέξη που να συνοψίζει, να στοχοποιεί και να στηλιτεύει την δεύτερη φάση της επέκτασης του φασισμού στην Ελλάδα – εκείνη τη φάση που επικεντρώνεται όχι τόσο στην διάδοση και την επιβολή της ιδεολογίας του εμφυλιακού μίσους, αλλά που δημιουργεί τους κατάλληλους παραπλανητικούς μηχανισμούς ώστε να εξουδετερώνεται η πιθανότητα συνειδησιακής αφύπνισης και οργανωμένης αντίστασης των μεσοαστών. Προτείνω τον όρο «χιψτεροναζισμό» ή «χιψτεροναζιστή», εκ του Αγγλικού «hipster», μια λέξη που χαρακτηρίζει εκείνον που αφιερώνει την ζωή του στην εκζήτηση και την καλλιέργεια του μοντέρνου, ενήμερου προφίλ του, ενώ αδιαφορεί για τα κοινά» (δες). Με άλλα λόγια ο χιπστεροναζισμός θεωρείται ως ένα χαρακτηριστικό για τη σύγχρονη Ελλάδα σύμπτωμα αυτού που ο Κάρολος Μαρξ έχει περιγράψει ως ψευδή συνείδηση.
2. Χιπστεροναζι. Ο καλύτερος όρος να περιγραψεις τον Νεοέλληνα (κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα).
Είναι ΟΦΑ το Ποτάμι, ψάχνουν για αποχαυνωμένους από τιβι, άστεγα πασοκια, χιψτεροναζί, νοικοκυραίους, χάι κλας ακροδεξιούς κλπ. (Η συγγραφέας και μπλογοτέχνης Niemands Rose για τους Ποταμίστας στο Τουίτερ).
Στην Ελλάδα μετά από χρόνια επαρχιώτικης λογικής και πελατειακών σχέσεων, ήρθε η νέα “μόδα” του νεοφιλελευθερισμού. Υποτιθέμενοι αστοί και γραβατωμένα καθάρματα βρήκαν το νέο τους αποκούμπι που μάλιστα είναι προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Δηλαδή, απανθρωπιά, ψυχοπαθολογία που βαφτίζεται άποψη και κυνισμός. Οι θιασώτες του πολλοί. Βουλευτάδες, υπουργοί με πτυχίο, managers που αναλαμβάνουν πόστο σε κόμμα, παπαγάλοι που παριστάνουν τους αντικειμενικούς ενημερωτές-εξημερωτές του κοινού νου, ψευτοδιανοούμενοι, χιπστεροναζί που γράφουν σε δήθεν εναλλακτικά έντυπα, “υπεύθυνοι αριστεροί” που ζέχνουν μασχαλίλα. Ποιο είναι όμως το προφίλ του νεοφιλελεύθερου; Βλέμμα χαιρέκακο, χείλη σφιγμένα με ένα ελαφρύ μειδίαμα που μαρτυρά καταπιεσμένη οργή, ειρωνικό ύφος. (Νεοφιλελέ- bashing εδώ).
Οι λακέδες των αμερικανών, έλληνες χιπστεροναζί προσπαθούν να τρομάξουν τους αετούς της ΛΔΚ με χάρτινες τίγρεις. Ελάτε με την όπισθεν! (Από το Φέισμπουκ).
Απλώς όπως όλοι οι αριστεροί κατηγορούν όποιον διαφωνεί μεταξύ τους για ναζί, έτσι και οι unfollow/χοτ ντοκ κλπ (που κινείστε κυρίως από ψώνιο και όχι από κέρδος) επινοήσατε τον όρο «χιπστεροναζί» για τους εχθρούς σας που είναι οι χίπστερ της lifo. Σπάζοντας φυσικά κάθε κοντέρ γελοιότητας. (Αντίλογος με γενεαλόγηση του όρου εδώ)
Μεγάλη μάχη για την 3η θέση μεταξύ των ναζί της Χρυσής Αυγής και των χιπστεροναζί του Ποταμιού. (Από κοινωνικά μέσα δικτύωσης).
Got a better definition? Add it!
- Πεοθηλασμός με φιλοπαίγμονα διάθεσιν.
- Πεοθηλασμός διεξαγόμενος μεταξύ ανωρίμων.
Μαιρούλα μπήκε η άνοιξη. Πάμε στην εξοχή να μαζέψουμε λουλούδια και για καμιά τσιμπουκολελέτα, άμα λάχει.
Πήγα να τους δω που παίζαν στο υπόγειο και το 'χαν ρίξει στη τσιμπουκολελέτα.
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):
ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.
Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!
Got a better definition? Add it!
Παιγνιώδης παραφθορά σόσιαλ μήδεια. (Εδώ λειτούργησε η πνευματική διαδικασία της νοοθυέλλης, βαρβαριστί brain storming).
Αναφέρεται σε άτομα «της προσκολλήσεως» σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, του τύπου «όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη».
Κοινώς «φθείρες εφηβαίου» (νεωστί «μουνόψειρες»).
Μην επιμένεις! Δεν ερχόμαστε στο πάρτυ της Ιοκάστης απρόσκλητοι.
Δεν είμαστε εμείς σόσιαλ μύδια σαν μερικούς-μερικούς.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :
κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].
Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:
- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.
Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):
- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών
Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):
- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης
-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.
-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!
-Την ορχεοθέτησε κανονικά.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιοπρεπής νεολογισμός (ζουραρισμός) εκ των
Μπέος + ράπισμα: το χαστούκι του Μπέου.
Προσοχή στην ορθογραφία: το «ρ»αναδιπλασιάζεται (π.χ. εμπορορράπτης). [Δες σχόλιο στο πεορράπισμα», το οποίο ήταν αφετηρία του παρόντος].
Ο διαιτητής εδέχθη ισχυρά μπεορραπίσματα, μετά το πέρας του αγώνος, του προέδρου κραυγάζοντος: «Πούστη μας έσφαξες»
Got a better definition? Add it!
Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]
Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».
-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!
*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως:
- οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου,
- οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».
Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.
Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.
Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.
Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!
Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;
Got a better definition? Add it!