Further tags

Άραβας που εμφανίζεται να καλεί στα κινητά όσων συνδυάζουν τις παρακάτω ιδιότητες:

  1. Είναι άσχετοι απο τεχνολογία
  2. Έχουν κινητό με μικρή οθόνη
  3. Ξεχνάνε μονίμως να το φορτίσουν

Φυσικά λέγεται και για πλάκα!

  1. - Παιδί μου για κοίτα λίγο, είναι ένας Άραβας που με καλεί αλλά δε μπορώ να το σηκώσω.
    - Άραβας;
    - Ναι, ο Χαμήλ Μπατάρ! Λες να 'ναι θαυμαστής μου;
    - Ποιός Χαμήλ Μπατάρ ρε γιαγιά! Η προειδοποίηση ότι το κινητό θέλει φόρτισμα είναι!
    - Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά πουλάκι μου...

  2. - Ντουντουντουοοοορζζζ.
    - Τι 'ταν αυτό;
    - Κλήση απ' τον Χαμήλ Μπατάρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του τμήματος πολιτικών μηχανικών, χρησιμοποιούμενη κυρίως από φοιτητές που τα έχουν παίξει λόγω παρακολούθησης κάποιου από τα μαθήματα στατικής. Οι συγκεκριμένες είναι λέξεις που ακούγονται πολύ στο μάθημα ενώ στην καθημερινότητα αντικαθίστανται από πολύ απλούστερες.
Πάκτωση λέγεται μία ράβδος στερεωμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να κινηθεί ούτε να περιστραφεί (βιδωμένη, έχει πήξει τσιμέντο γύρω της κτλ). Μία ράβδος που στερεώνεται κατ' αυτόν τον τρόπο από τη μία μεριά λέγεται πρόβολος.
Προκύπτει λοιπόν η διάσημη (και καμμένη) αυτή έκφραση ως μεταφορά της σεξουαλικής εισχώρησης.

- Πώς τα πήγατε στο τεστ στη Στατική Ι;
- Μας την πάκτωσε την πρόβολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό τέχνασμα γυναικών με [/I] σωματότυπο αχλαδιού που δένουν ένα πουλόβερ ή μια ζακέτα στην μέση με σκοπό να υποβαθμίσουν τον ευμεγέθη ποπό τους. Το ότι πρόκειται για τερτίπι προκύπτει και εκ του γεγονότος ότι οι φέρουσες [I]κωλόκρυψη δεν θα φορέσουν την ζακέτα όταν πέσουν τα μπιλοζίρια.

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις μωρή κωλαρού; Η κωλόκρυψή σου είσαι τόσο πειστική όσο και το καραφλάζ του θείου Βρασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόηχοι της Ανατολής, ακόμα και της άπω Ανατολής, ανέκαθεν έφταναν στο χώρο που σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα. Ουδέποτε, όμως, σε αυτή τη γωνιά του κόσμου η υποδοχή των ανατολικών πνευματικών οδών δεν υπήρξε μια απλή εισαγωγή «καινών δαιμονίων», αλλά πηγή νέων μονοπατιών για το νου και το σώμα, μέσα από την αλληλογονιμοποίηση της σοφίας της Ανατολής με το ζωηρό και ιδιαίτερο Ελληνικό πνεύμα.

Στις μέρες μας –τις νεοελληνικές– η δημοφιλία της ινδουιστικής προέλευσης Yoga είναι ένα ακόμα παράδειγμα. Αν στις χώρες της Εσπερίας η Yoga έγινε μόδα η οποία επέτασσε όλοι και όλες να πιθηκίζουν τους γιόγκι των Ινδιών, ο Έλληνας κατόρθωσε το αδύνατο, την ανανέωση και συμπλήρωση της επί χιλιετίες αναλλοίωτης πεντάδας των Raja Yoga, Karma Yoga, Jnana Yoga, Bhakti Yoga, and Hatha Yoga με τη Ladja Yoga (λάτζα γιόγκα), την επωφελή για το σώμα, το πνεύμα και την οικογενειακή αύρα ψυχοσωματική άσκηση.

Στη βάση μιας συγκεντρωμένης στα άνω άκρα τεχνικής και σε άμεση επαφή με το νερό, την πηγή κάθε αλλαγής σύμφωνα με την ινδουιστική σοφία, η λάτζα γιόγκα αποτελεί μια εναλλακτική οικιακής γιόγκα που αξίζει να δοκιμάσετε. Πέραν των άλλων, η λάτζα γιόγκα επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων στη συμβίωση (οικοσυστημική αρμονία), αίσθημα πληρότητας και σε άμεση συνάφεια με την ελληνική πια παράδοση, διασάφηση των ρόλων. Αποτελεί ένα ενδεχομένως δύσκολο –μιας και απαιτεί πειθαρχία– αλλά σε ένα κόσμο γεμάτο νευρώσεις και μοντέρνες ασθένειες απαραίτητο πισωγύρισμα –στη σοφία αιώνων.

  1. Μου ψιλοκουνιέσαι τσιτσιφιόγκα
    Μάθε και λιγάκι λάντζα γιόγκα.

Νικόλας Άσιμος [απ' το ομώνυμο τραγούδι]

  1. — Φίλε, ζορίζομαι.
    — ...
    Με τρέχει η Ξένια... αυτή δηλαδή τρέχει, όλο σεμινάρια, φωτογραφία, ψυχόδραμα, τάι τσι, μπούτο, γιόγκα, ό,τι σκατά ακούσει τρέχει πρώτη... αλλά τρέχω κι εγώ... την άλλη φορά μου 'λεγε να αναπνέω απ' τον πρωκτό...
    — Συνιστώ λάτζα γιόγκα.

Στον κόσμο της Λάτζα Γιόγκα είστε εσείς και ο εαυτός σας (από xalikoutis, 19/09/08)

Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με το όνομα του γνωστού μοντέλου της Nissan (Micra) για να προσδιορίσουμε την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.

- Άντε ρε...βιάζομαι, πήγαινε λίγο πιο γρήγορα!
- Τι θες ρε μ****α;!;!; Nissan Picra έχω...όχι Ζ4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθιερωμένος ορισμός είναι τοις πάσι γνωστός: νυχτερινή εκσπερμάτωση, συνέπεια ηδυπαθούς ονείρου (εκ του oνειρώττω).

Στην σλανγκ εκδοχή, το λήμμα περιγράφει κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

1.
- Ο γερομπισμπίκης ενώ είναι με το ένα πόδι στον τάφο κυκλοφορεί με ένα πιπινάκι σκέτη ονείρωξη! - Γάμησέ τα! Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν!!!

2.
- Μάγκα μου, έχεις δει το i-Phone; σκέτη ονείρωξη δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε μιλάμε απλά για CD-ROM.(Compact Disk Read Only Memory)
H μούφα βρίσκεται στη δεύτερη λέξη. Η διαφορά υπεισέρχεται στη λέξη Ρομ.

Ο Ρομ είναι ο τσιγγάνος. Η πρώτη ιστορική αναφορά για τους Ρομά (τσιγγάνους) έγινε από τον Ηρόδοτο. Ο Ρομ είναι γνωστός και υποτιμητικά ως γύφτος, λέξη που προέρχεται από τη λέξη Αίγυπτος, γιατί πιστευόταν πως οι Ρομά είναι αιγυπτιακής καταγωγής. Είναι όμως ινδικής καταγωγής. Στη γλώσσα τους η λέξη Ρομ σημαίνει άνδρας ή σύζυγος.

Έτσι λοιπόν η αναφορά του συγκεκριμένου όρου παραπέμπει με χιουμοριστικό τρόπο στα CD των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Η εκφορά του όρου προκαλεί σίγουρα την έκπληξη του ανυποψίαστου.

  1. (Ένας τσιγγάνος οδηγεί το Datsun του, στο οποίο μεταφέρει καρπούζια για πούλημα. Διαλαλεί το εμπόρευμα του ενώ στο background παίζει Παϊτέρης...)
    (Τσιγγάνος:) Εδώ τα γλυκά καρπούζια. Καρπούζια Αμαλιάδος. Ό(λα με το μαχαίρι.
    (Πελάτης:) Πω πω ωραίο CD έβαλες. Μας μεράκλωσες μεσημεριάτικα.
    (Τσιγγάνος:) Eμ δεν είναι απλό CD φίλε. Σίντι Ρόμ είναι.

  2. - Πω ρε εσύ. Μας τρέλαναν κανονικά με τα Σίντι Ρόμ που παιάνιζαν στο πανηγύρι.
    - Δηλαδή;
    - Μας τρέλαναν στο «βρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι» και στο «γαρούφαλο στ' αυτί». Τι να σου πω; Ανθολογία. Αν ήταν στο χέρι τους δε θά 'φτιαχναν μέγαρο μουσικής. Τσαντίρι μουσικής θά 'φτιαχναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχιδοκλασία προέρχεται από τη σύνθετη λέξη αρχίδι + το ρήμα κλάω-κλω που σημαίνει μοιράζω. Άρα σημαίνει μοίρασμα αρχιδιού. Παραπέμπει σε γνώστη θρησκευτική λέξη, την οποία δεν αναφέρω στο παρόν κείμενο για ευνόητους λόγους (μην μας πιάσουν στα χέρια τους οι θρησκόληπτοι και δεν συνεχίσουμε το θείο μας έργο).

Η λέξη ορίζεται από την πρόταση, λογοπαίγνιο, «Παρ' τα αρχίδια μου» ή το «Πάρε ένα αρχίδι ρε μαλάκα». Επίσης ορίζεται και από το νεύμα, κίνηση, κατά την οποία κουνώντας τα χέρια κατά την μεριά των όρχεων υποδεικνύουμε με το body language την πρόταση, λογοπαίγνιο «Στα αρχίδια μου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κατάσταση εκτός ελέγχου, η οποία λίγο πολύ θα έχει δραματικά αποτελέσματα.

Χρησιμοποιείται εύκολα για την τάξη που επιβάλλεται να υπάρχει σε ένα σπίτι, για μπλέξιμο μπουτιών με ποικίλα γκομενάκια, για παρεξηγήσεις, για διευθέτηση έκρυθμων καταστάσεων εν γένει.

Παραλλαγή: τα κάνω όλα πουτάνα.

- Ρε Κώστα... Θα μάθεις να κλείνεις τα φώτα; Ή θα τα κάνω όλα πουτανέιρος εδώ μέσα;;;;

(από mparmpa_thymios, 28/09/08)προσωπικό αγαπημένο το Νο2. (από jesus, 28/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified