Further tags

Το λογοπαίγνιο του αστειάτορα. Βγάζει πολύ γέλιο!

Εκ των λολ και λογοπαίγνιο.

- Vrastaman: sexting -> αποστολή γυμνημάτων

- spiros: Καλό! Γυμνημάτωση / Γυμνηματίωση μήπως; (Π.χ. «αυτοί οι δύο γυμνηματώνονται» – όπως λέμε «μηνυματώνονται».)

- Vrastaman: Πολύ καλό ακούγεται ;-) Επίσης η μορφή «γυμνηματάκιας» (κατά το μηνυματάκιας) αποτελεί και πρώτης τάξεως λογοπαίγνιο / λολοπαίγνιο!

(Από το φόρουμ translatum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κομμάτι μιας ερωτικής συνάφειας που προηγείται χρονικά αυτού που παλιά ελέγετο «ολοκλήρωσις», δηλαδή, του γαμησίου νοούμενου ως κολπική διείσδυσις.

Η προγαμησιαία σχέση μπορεί να περιλαμβάνει κάθε είδους μη διεισδυτική του πέοντος πρακτική που παλιά λεγόταν φάσωμα (και λέω παλιά γιατί μου φαίνεται πως φάσωμα έχει αρχίσει να λέγεται το one night stand ή και το πίκι-φίκι).

Η τάση είναι πλέον και ο στοματικός έρως να θεωρείται συμβατός με τον προγαμησιαίο χαραχτήρα μιας σχέσης. Τα χρηστά ήθη έρχονται να συναντήσουν εδώ την κλασική ανατομία, σύμφωνα με την οποία ο πεπτικός σωλήνας θεωρείται εξωτερική επιφάνεια ου σώματος.

  1. Η σχέση μιας γυναίκας ή ενός άντρα που ανήκει στην περίοδο της ερωτικής της/του προϊστορίας, πριν δηλαδή παραπέσει κάπου η παρθενιά.

Το Βατικανό και γενικά οι Χριστιανικές εκκλησίες τις καταδικάζουν, και γι΄αυτό εργάζονται σθεναρά για την συντομότατη εξάλειψή τους.

  1. - Πιστεύω ότι το πράμα πάει καλά με την Μάρω, έχω συνάψει προγαμησιαία σχέση... λίγο θέλω και θα της τον ακουμπήσω.... φάση γυμνάσιο... - Ναι ε;
    - Μου 'χει γίνει εμμονή σου λέω....
    - Μάλλον αλλού πάει και το δίνει λέω 'γω....

  2. -Αααααχ, την είδες αυτή την κρητικιά στα playmate; άμα σου πω ότι τα είχαμε στην 1η γυμνασίου προγαμησιαία σχέση...

(όλοι τα είχαμε στο δημοτικό / μέχρι 1η γυμνασίου με μια μετέπειτα playmate που τότε δεν άνηκε στις ωραίες του σχολείου ή που και δεν βλεπότανε, και που τώρα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο γιατί την είχαμε χωρίσει εμείς και μας το κρατάει ακόμα και δε μας μιλάει όταν την βλέπουμε στην επαρχιακή μας πόλη).

Σύλβια Παπαδάκη - ακόμα φυσάει τον χυλό του Χαλικού από την 1η γυμνασίου και δεν κρυώνει... (από Vrastaman, 24/03/09)(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Μασελίνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, το παλιό καλό ΠΑΣΟΚ, χωρίς εκσυγχρονισμούς και άλλους δράκους.

Για την ώρα παράδειγμα δεν υπάρχει. Από του χρόνου πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας Κωνσταντίνος. Από το «Κων/νος». Το λέμε μόνο όταν θέλουμε με τρόπο να χαρακτηρίσουμε μαλάκα κάποιον Κωνσταντίνο. Λογοπαίγνιο με την γαλλική λέξη για τον μαλάκα (con).

Χθες έπεσα πάνω στον Κώνο κι έκανα ότι δεν τον είδα, δεν ξέρω αν με κατάλαβε...

(από GATZMAN, 23/03/09)Κώνος συντομογράφος. (από Khan, 11/02/13)

βλ. και κατίνος, ΣΧΗΣ, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δισεκατομμυριούχος. Από την συντομότερη γραφή «δισ/ούχος» προέκυψε αυτόνομη λέξη.

Καλά ρε πούστη μου, τι έγινε;... Δισούχος ήταν ... Πώς τον χτύπησε η κρίση κι αυτοκτόνησε;

(από nick, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα γνωστά είδη κώλου. Είναι ο κώλος που έχει επηρεαστεί περισσότερο από τη βαρύτητα, αλλά διατηρεί αναλλοίωτες τις καμπύλες του και το φεγγαροειδές σχήμα του σε κάθε κωλομέρι. Παρατηρείται σε βοσκοτόπια, σε χειμαδιά και σε περιοχές που προωθούν την κτηνοτροφία. Το φαινόμενο του κώλου-βουκώλου έχει παρατηρηθεί και στην Ολλανδία. Σε πολλούς γνωστός και ως δακρυόσχημος.
(οι καλτσοδέτες είναι απαραίτητο αξεσουάρ!)

-Ωπ! Κοίτα τη βλάχα ρε συ! Πωπω! Τι κώλος είναι αυτός...! Βουκώλος!!

(από Don_Kilotis, 23/03/09)(από nick, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη, ασφαλώς, λέξη, η οποία και σαφώς υποδηλώνει το ερείπιο, τον ετοιμοθάνατο, αυτόν που σε εύλογο χρονικό διάστημα αναμένεται να τον τυλίγουν με τα σάβανα...

Μα πότε επιτέλους θα πάρει σύνταξη αυτός ο σαβανοκαρτέρης, για να φεύγει από τη μέση; Τόπο στα νιάτα ρεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητος ορισμός. Η «βρισιά» αυτή ακούστηκε σε ένα καυγά, μεταξύ δυο γριών, εν έτει 1975, έξω από το κτίριο της τότε Βιομηχανικής (για τους παλιούς).

Άντε μωρή σαμιαμιδογλειμμένη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκάρτος ταρίφας. Αυτός που δεν σταματάει, που κλέβει με το ταξίμετρο, που δεν έχει ρέστα, που το ταξί του ζέχνει, κλπ. Όταν είναι πολλοί μαζί, λέγονται και «κίτρινη μαφία».

Η έκφραση «ταριφόσκυλο» θεωρείται άκρως προσβλητική από τον κλάδο, οπότε αν αποκαλέσετε κάποιον έτσι, καλά θα είναι να έχετε και κανένα κατσαβίδι μαζί, για να μονομαχήσετε επί ίσοις όροις.

Ουστ ρε ταριφόσκυλο! Να με πλήρωνες δεν έμπαινα μέσα στο σαπάκι σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρά των μπάρμεν και των μπουζουκο-ιδιοκτητών. Πιες-πιες, έχεις γίνει κουδούνι και το πολύ-πολύ να καταφέρεις να τσιμπήσεις κανά βυζί αν είσαι γρήγορος. Γίνεσαι ρόμπα χωρίς να αποκομίσεις τίποτα. Άσε που αυτοί που ξέρουν, γελάνε πίσω από την πλάτη σου.

Το συγκεκριμένο είδος γκόμενας έχει επικηρυχτεί από τους ταξιτζήδες γιατί προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό.

- Έχεις εκατό ευρώπουλα να με δανείσεις; - Τί έπαθες; - Τίποτα. Επένδυσα σε τζαμπακαβλώστρα.

Φάτε μάτια ψάρια... (από Marco De Sade, 21/03/09)

Βλ. και ανάφτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified