Further tags

Φανταστική χώρα, όπου φύονται τσουτσούνια. Όπως λέμε Τσετσενία. (Καμία σχέση!)

- Τα μάθατε για το Λάκη; Πάει εθελοντής στη Τσετσενία.
- Σώπα καλέ! Μάλλον εθελόντρια αδελφή στη Τσουτσουνία πάει!

Οι φίλοι του αεροπορίας γέλασαν με την ψυχή τους χτες το βράδυ όταν είδαν ένα πέος να σχηματίζεται στο FlightRadar24 που έκανε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο πάνω από τη Τσουτσουνία.  (από σφυρίζων, 18/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός προκύπτων εκ συντήξεως των εννοιών μαρκαλίζω: βατεύω (επί ζώων) και Μέρκελ.

Σημαίνει όλα, όσα έχουμε υποστεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) τα τελευταία χρόνια.

Το νου σας μην κατέβει πάλι η φράου και μας μερκελίσει όλους χωρίς σάλιο.

Στα ξενοδοχεία, schnell!  (από σφυρίζων, 17/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και πλουτόκρασι. Αντί για την «πλουτοκρατία» που θυμίζει φρασεολογία κουκουέ. Ταιριάζει περισσότερο σε τΣΥΡΙΖΑ και είναι ένα ζωντανό παράδειγμα αντιδάνειου που συμβαίνει τώρα: πλουτοκρατία > plutocracy > πλουτόκρασυ.

Μαζί με την «καταστρόικα» κάνανε σουξέ στις πλατείες απ' τους αγανακτίστας, μετά και από δημοσιεύματα ξένων μέσων.

Εμβληματική χρήση του όρου είναι η: «πλουτόκρασυ πέη δε κράισις».

● καλησπέρα, σύντροφε. Μαζί θα κατακρεουργήσουμε την πλουτόκρασι και την καταστρόικα

● Δε πλουτόκρασι του γκόου του δε γκούλαγκ!

● Όλοι λένε απολύσεις. Μα αφού μπορούμε να προσλάβουμε άλλα 2,5 εκατομμύρια, κύριοι! Θα τα πλερώσει η πλουτόκρασι της Β. Ευρώπης!

● Εσείς που κατεβήκατε #Syntagma αρχίσατε μήπως να ζητάτε και απόδειξη από την καντίνα με τα σουβλάκια, ή «πλουτόκρασυ πέη δε κράισις»;

● Εμείς ρε δε γουστάρουμε επιχειρηματικότητα. Θάνατος στο κεφάλαιο, κράισις πέη δε πλουτόκρασι και τα ρέστα!

(από Khan, 15/03/15)(από σφυρίζων, 15/03/15)Pluto - κρασί (από σφυρίζων, 16/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αντιμετωπίζει τα προβλήματα, τις καταστάσεις και τα γεγονότα με αυταπάρνηση, δυναμικά, τίμια, αντρίκια με βαρβατίλα και δεν κωλώνει. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα όπως είναι, σαν το θεούλη Απόστολο Γκλέτσο.

Όλα ήταν εναντίον μας, οι πιθανότητες να τελειώσουμε μηδαμινές αλλά γκλέτσικα τα καταφέραμε.

Καράβι το φεγγάρι...

(από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωριά ευρισκόμενα σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. στους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας, Ρεθύμνου κλπ.), των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται εντατικά με την καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως.

Κατ' αντιστοιχία προς τα περίφημα μαστοροχώρια του νομού Ιωαννίνων, των οποίων οι κάτοικοι υπήρξαν κατά το παρελθόν ονομαστοί μαστόροι της πέτρας, έχοντας χτίσει σπίτια, γεφύρια και άλλες πέτρινες κατασκευές σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο.

«Πότε θα κατέβεις στα μαστουροχώρια να μας φέρεις φρέσκο πράμα να ξεχαρμανιάσουμε;»

Γαλατικό μαστουροχωριό. (από Khan, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπρόκοπο κορίτσι αιώνια φοιτήτρια χωρίς ελπίδες για πτυχίο που δεν κάνει άλλη δουλειά από το να κοπροσκυλάει ολόγυρα, κάνοντάς τους συγκάτοικους της να βλαστημάνε την ώρα και την στιγμή που αποφάσισαν να την δεχθούν για συγκατοίκηση.

Μωρή πήγαινε να πλύνεις τα πιάτα και να συμμαζέψεις το δωμάτιο σου, κοπρίτσι κατάντησες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος γαμιάς, αυτός που ξεσκίζει τα μουνιά.

- Σε πήδηξε ο Ρούλης μωρή;
- Αχ μεγάλος σκισομήτρας Βαρβάρα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γουστάρει γριές/γέρους.

- Ρε μαλάκα δες ποια γαμάει ο Μήτσος.
- Τι λες; Μεγάλος γεροντολάγνος αδερφάκι μου.

(από σφυρίζων, 03/03/15)(από σφυρίζων, 03/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αουτσάιντερ που τη βγαίνει σα γενικός γαμάουα και κατατροπώνει τους γλειφτοσπασίκλες με τα κουστούμια και το καρέ μαλλάκι. Διαβασμένος, εμπεριστατωμένος, αγέρωχος - μιλάει και οι υπόλοιποι ανοίγουν βιβλία για να καταλάβουν τι λέει. Είναι ο μοναχικός καβαλάρης που εκδικείται για το λαό κάνοντας ακόμα και σκληρό σεξ σε όποιον/όποια του αντισταθεί.

- Πω, πω δεν του κουνήθηκε κανένας στη συνέλευση της πολυκατοικίας.
- Μεγάλος βαρουφάκ παιδί μου...

(από Khan, 03/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καφενείο, όπου συχνάζουν κάφροι, κυρίως οπαδοί αθλητικών ομάδων με διαταραγμένας τας φρένας.

  1. Προσωπικότης διαταραγμένη . Γίνεται γαύρος σε ιχθυοπωλείο όταν βλέπει καφρίλερ. Συχνάζει σε καφρενείο και πίνει γάλα. Ελλαδιστάν. (Από το Τουίτερ).

2. Οπως στο χωριο ο καθενας εχει το καφρενειο του και ΟΥΔΕΠΟΤΕ παει στο διπλανο.

3. Αυτή η έδρα, το καφρενείο, πρέπει να είναι άδεια στην τελευταία αγωνιστική!!!

Got a better definition? Add it!

Published